Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2016

Άνω Μπεάλα (Μπελίτσα) - Ταξιδεύοντας μέσα στο χρόνο


Η Άνω Μπεάλα (Gorna Belica) σήμερα

Έως το 1870 πάνω-κάτω ουδεμία διάκριση, από απόψεως εθνικής και θρησκευτικής, υπήρξε μεταξύ όλων των κατοίκων της περιφέρειας Αχρί­δος. Όλοι είχαν ελληνικές εκκλησίες και ελληνικά σχολεία, όπου μπο­ρούσαν. Από της εμφανίσεως όμως του βουλγαρισμού, που έγινε με αναγνώριση από την τουρκική κυβέρνηση ξεχωριστών Βουλγάρων επισκόπων, άρχισε η διαμάχη για την επικράτηση των Βουλγάρων στη Μακεδονία με εξόντωση του ελληνικού στοιχείου.
Το 1888, όπως αναφέρει ο ακούραστος εθνικός μαχητής, πολιτευτής Φλωρίνης και Μοναστηριώτης την καταγωγή Γ. X. Μόδης στο βιβλίο του ο «Μακεδονικός ’Αγών και η νεώτερη Ιστορία» (σελ. 130), ο καθη­γητής Σ. Πηχεών από την Αχρίδα οργάνωσε επαναστατικό κίνημα στο οποίο μυήθηκαν πολλοί έμποροι κι άλλοι από διάφορα μέρη της Μακε­δονίας, μεταξύ των οποίων ήσαν και μερικοί από την Μπεάλα και ο ίδιος ο πατέρας μου Ναούμ Α. Τοπάλης, όπως μου είχε διηγηθή και είχε γράψει σε απομνημονεύματά του, τα οποία δυστυχώς δεν διεσώθησαν. Έτυχε μάλιστα, συμπτωματικά με την ως άνω επαναστατική κίνηση των Πηχεωνικών, όπως ονομάσθηκε, κατά το χρόνο εκείνο (1888) να συμβή στον πατέρα μου και το εξής σοβαρό γεγονός. Αυτό μαζί με την κατηγορία της συμμετοχής του στα «Πηχεωνικά» οδήγησε τον πατέρα στις φυλακές Μοναστηριού, για να δικασθή ως επαναστάτης. Το γεγονός το αναφέρω όπως το άκουσα από τον ίδιο. 
Ο πατέρας μου μαζί με τούς δύο αδελφούς είχε από πολλά χρόνια στα Τίρανα * της ’Αλβανίας εμπορικό κατάστημα. Η φίρμα του καταστήματος, όπως και στην αλληλογραφία, ήταν «Ναούμ Άν. Τοπάλης καί αδελφοί» τουρκιστί καί ελληνιστί. Το 1888 επισκέφθηκαν τον πατέρα μου στο κατάστημά του εκεί δύο έμποροι ξένοι, οι οποίοι, όπως τον διαβεβαίωσαν, κατάγονταν από την Κωνσταντινούπολη και είχαν κατάστημα στην Πόλη με υποκατάστημα στη Θεσσαλονίκη. Αυτοί, οι δή­θεν έμποροι, εξέφρασαν την επιθυμία τους να συνεργασθούν εμπορικώς. (Σημειωτέον ότι οι έμποροι από την Μπεάλα στην ’Αλβανία είχαν εμπο­ρικές σχέσεις μέ εμπόρους περισσότερο 'Έλληνας, των πόλεων Μοναστη­ρίου και Θεσσαλονίκης). Φιλοξενήθηκαν από τον πατέρα μου και μέσα στο κατάστημά του έγραψαν επιστολές, που περιέκλεισαν και ταχυδρό­μησαν σε φακέλλους του καταστήματος με την επιγραφή που αναφέραμε.
Οι δυο αυτές εμπορικές (;) επιστολές, άγνωστο πως, περιήλθαν στα χέρια της τουρκικής αστυνομίας. Από αυτές αποκαλύφθηκε ότι επρόκειτο για δυο Ρώσους αξιωματικούς. Αυτοί με το πρόσχημα του εμπόρου περιόδευαν όλη τη Β.Δ. Μακεδονία και είχαν φθάσει έτσι και στα Τίρανα. Διέδιδαν τη σλαβική προπαγάνδα και ότι προστάτρια των Χριστιανών της Βαλκανικής Χερσονήσου ήταν η Μεγάλη Ρωσία, με τη βοήθειά της δε πρέπει να ξεσηκωθούν όλοι εναντίον των Τούρκων για να ελευθερωθούν.
Με αυτή την κατηγορία και εν συνδυασμώ της συμμετοχής του στα «Πηχεωνικά» συνελήφθη ο πατέρας μου το 1888. Όλη η περιουσία του κατασχέθηκε και λεηλατήθηκε και σιδηροδέσμιος μεταφέρθηκε από τα Τίρανα στο Μοναστήρι με την κατηγορία του επαναστάτου. Διέτρεξε τον κίνδυνο της καταδίκης στην έσχατη των ποινών, αλλά χάρις στήν επέμβαση του πασά Τοπτάνη και του φυλάρχου Ζώγου των Τιράνων, απαλλάχθηκε ο πατέρας μου διαδοχικών ποινών και απολύθηκε από τις φυλακές στις 25 Μαρτίου 1889, ημέρα του Ευαγγελισμού. (Ό πασάς Τοπτάνης καταγόταν από τα Τίρανα και ήταν υπουργός στην τουρκική κυβέρνηση και συνδεό­ταν με φιλία με τον πατέρα μου, ο δε Ζώγου ήταν φύλαρχος από την περι­φέρεια Μάτι ’Αλβανίας εγκατεστημένος στα Τίρανα κι είχε υπό την προ­στασία τον πατέρα μου και τους αδελφούς του, των οποίων το κατάστημα ήταν ιδιοκτησία του. Επρόκειτο για τον πάππο του τέως βασιλιά της ’Αλ­βανίας Άχμέτ Ζώγου).

Όπως μου διηγήθηκε ο πατέρας μου, στο κίνημα Πηχεών είχαν μυηθή περί τους 20 οπλοφόροι από την Μπεάλα. Αυτοί είχαν ετοιμασθή κι είχαν φθάσει στο Πέτρινο όρος (ανάμεσα ’Αχρίδας καί Ρέσνας). 
Το 1897 πέντε κάτοικοι της Μπεάλας είχαν καταταχθή στα ανταρτικά σώματα της Δυτ. Μακεδονίας, που συγκροτήθηκαν τότε. Τα ονόματά τους αναφέρονταν από γέρους του χωρίου.
Το 1903 και στο διαβόητο «Ίλιντεν» (20 ’Ιουλίου, την ψευδοεπανά­σταση δηλ. των Βουλγάρων) δεν επετράπη στους δήθεν ελευθερωτές να καταφύγουν στην Μπεάλα ή στην περιοχή της, παρά τις υποσχέσεις και απειλές των Βουλγάρων. Ενστικτωδώς αντέδρασαν και δεν εμπιστεύθηκαν στα κηρύγματά τους.
Το 1904-1908, στον Μακεδονικό ’Αγώνα, το χωριό αντετάχθη στη βουλ­γαρική προπαγάνδα. Οι κομιτατζήδες Βούλγαροι δεν τολμούσαν να πλη­σιάσουν το χωριό. Τουναντίον τα ανταρτικά (ελληνικά) σώματα της περιο­χής Στρούγας με τους οπλαρχηγούς Δημήτρη Νέστορα από τη Ραδογκόσδα (χωρίο παρά το Λυν) και Αλέκο Παπαϊωακείμ (υιό του ιερέα Στρούγας Παπαϊωακείμ Τσικάρη, ο οποίος είχεν εγκατασταθή και απέθανε προ ολίγων ετών στην Έδεσσα), περιθάλπονταν και έβρισκαν στο χωριό ασφαλές κατα­φύγιο. Στο σώμα αυτό είχε καταταγή και ο Τούνης Νίτσου-Τοπάλης από την Μπεάλα, ο οποίος εφονεύθη από τους Βουλγάρους το 1916, όταν κατελήφθησαν τα μέρη εκείνα από τα βουλγαρικά στρατεύματα.
Το 1916 οι Βούλγαροι εξετόπισαν και εξόρισαν τον ελληνικό πληθυ­σμό της Μπεάλας — ’Άνω και Κάτω — στην παλιά Βουλγαρία και στην παλιά Σερβία (στην περιφέρεια Νίσας), οπόθεν μετά την ανακωχή του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, επέστρεψε αποδεκατισμένος από τις κακουχίες και την ασθένεια της ισπανικής γρίπης.
Έτσι το χωριό ξαναζωντάνεψε από το 1919 έως το 1941. Το 1941 όμως, όταν τα μέρη εκείνα περιήλθαν στην κατοχή των ’Ιταλών και ’Αλβανών, οι κάτοικοι του χωριού εκδιώχθηκαν όλοι γενικώς και τα σπίτια τους κατεστράφησαν από τα θεμέλια, έμεινε δε άθικτη μόνο η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Κι όλα αυτά γιατί οι παρτιζάνοι του Τίτο (αρχηγού της Γιουγκοσλαβίας) έβρισκαν λαμπρό και ασφαλές καταφύγιο στο χωριό.

Την άλλοτε ύπαρξη λοιπόν βλαχοχωριού, που βρισκόταν στα πέρατα της Β.Δ. Μακεδονίας, θα θυμίζουν τα ερείπια του αυτά κι η εκκλησία του.
Και το χωριό αυτό ήταν στη γωνιά εκείνη από τα μοναδικά για τον αρχαίο, απλό και ιδιόρρυθμο πολιτισμό του.

Πηγή: Αναστ. Τοπάλη, Τα χωριά Άνω και Κάτω Μπεάλα,  απόσπασμα σελ. 42-45, βλ. εδώ.

* Οι κάτοικοι της Άνω Μπεάλας βρίσκονται σκόρπια εγκατεστημένοι στην Κάτω Μπεάλα, Στρούγα, ’Αχρίδα, Βελιγράδι καί ’Αμερική. 
Οι άνδρες, όλοι σχεδόν, από τα πρώτα χρόνια της τουρκοκρατίας, ασχο­λούνταν με το εμπόριο, περισσότερο μανιφατούρας και ειδών παντοπω­λείου. Στις πόλεις Στρούγα, ’Αχρίδα, Τίρανα και Δυρράχιο οι μεγαλύτε­ροι έμποροι ήσαν από την Μπεάλα (είκ. 2,3). Οι περισσότεροι όμως ήσαν σκορπισμένοι στα χωριά της Δίβρας και Μάτι (’Αλβανίας) (είκ. 4). Λίγοι είχαν εγκατασταθή μονίμως στο Δυρράχιο και Τίρανα, όπου είχαν ευδοκιμήσει ώς εργοστασιάρχες σαπωνοποιίας κ.λ. και επιστήμονες. (Τέτοιες ήσαν οι οικογένειες Χοβδάρη και Παντέκη, μέλη δε της τελευταίας είχαν εγκα­τασταθή και στο Ελμπασάν). Είχαν φθάσει ακόμη ώς έμποροι και στη Σερ­βία (Ζεμούν και αλλού), όπως αναφέρει στο βιβλίο του ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Βελιγραδίου Πόποβιτς.[βλ. στην ίδια πηγή, σελ. 10-11]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η κόσμια κριτική και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των σχολιαστών είναι σεβαστή. Σχόλια τα οποία υπεισέρχονται σε προσωπικά δεδομένα ή με υβριστικό περιεχόμενο να μην γίνονται. Τα σχόλια αποτελούν καθαρά προσωπικές απόψεις των συντακτών τους. Οι διαχειριστές δεν ευθύνονται σε καμία περίπτωση για τυχόν δημοσίευση υβριστικού ή παράνομου περιεχομένου στα σχόλια των αναρτήσεων.Τα σχόλια αυτά θα διαγράφονται με την πρώτη ευκαιρία.