Τετάρτη 30 Μαρτίου 2016

Ο Γρηγόριος Σταυρίδης (Παραλίτσας), μετέπειτα Grigor Parlicev


Ο Γρηγόριος Σταυρίδης (Παραλίτσας) από την Αχρίδα, φοιτητής της Φιλοσοφικής σχολής Αθηνών,  κερδίζει το 1860 βραβείο στον Ράλλειο ποιητικό διαγωνισμό της Αθήνας με το ποίημα του "Ο Αρματωλός" (βλ. anemi). 

~ Φωτο: Γρηγόριος Στ. Σταυρίδης (Parlicev). Η φωτογρα­φία εκ της εκδόσεως του «Σκενδέρμπεη» υπό Η. Kodov.

Κατά τη βράβευσή του, του χορηγείται υποτροφία στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης αλλά αρνείται.
Μεταξύ των δεκατεσσάρων ποιητών που πήραν τότε μέρος συγκαταλέγονταν ο Γ. Ορφανίδης και ο καθηγητής του πανεπιστημίου Αθηνών Γ. Βερναρδάκης. Όμως, οι όροι του διαγωνισμού απαιτούσαν ανωνυμία. Την 25η Μαρτίου σε πανηγυρική τελετή ο πρόεδρος της ελλανόδικης επιτροπής Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής ανήγγειλε ότι το πρώτο βραβείο του ποιητικού διαγωνισμού του έτους εκείνου απονεμήθηκε στο έπος ''Ο Αρματωλός''. Ο Σταυρίδης παρουσιάστηκε αργότερα στον εισηγητή και δήλωσε το όνομά του, καθώς και την πατρότητα του ποιήματος. Το 1860 αναφέρει εγγράφως ότι, θεωρεί πατρίδα του την Ελλάδα, εργάζεται και κοπιάζει χάριν της Ελλάδας και μόνον και ποθεί ευόδωση του μεγάλου έργου της ελληνικής παλιγγενεσίας. Τίποτε δεν αναφέρει περί βουλγαρικών εθνικών ιδεωδών.

Ο στεφανωθείς ποιητής. Του βραβευθέντος κατά την προχθεσινήν του ποιητικού διαγωνισμού τούτου του έτους ημέραν ποιήματος «ο Αρματωλός» συγγραφεύς είναι ο φοιτητής της Ιατρικής Σχολής Γρηγόριος Σταυρίδης (Παραλίτσας) εξ Αχρίδας (Λυχνιδιού) της Μακεδονίας ορμώμενος, ως εβεβαιώθη εκ διαφόρων τεκμηρίων δοθέντων ενώπιον του Πρυτάνεως και ιδίως εκ της ομοιότητος της γραφής και διαφόρων στροφών, ἄς απήγγειλεν ο ποιητής εκ στήθους. Μετά τη βεβαίωσιν ταύτην ο Πρύτανις ενεχείρισε τω ποιητή την τε δάφνην της νίκης και το ήμισυ του χιλιοδράχμου γέρατος, του άλλου ημίσεως δοθέντος κατά την παραγγελίαν του ποιητού εις τον φοιτητήν της θεολογικής Σχολής κύριον Δημήτριον Ζομπουλίδην.
— Εν Αθήναις, τη 27 Μαρτίου 1860
Ο Γραμματεύς του Οθωνείου Πανεπιστημίου Γ. ΔΟΚΟΣ

~ Φωτο: Προμετωπίδα δημοσίευσης του επικού ποιήματος: «Ο Αρματωλός» του Γρηγορίου Σταυρίδη, μετέπετα Parlicev, που βραβεύθηκε το 1860.

Σεβαστή μοι επιτροπή! Διογενικώς ελθών εν Αθήναις, υποβάλλω το πρώτον μου ποιητικόν έργον, τον «Αμαρτωλόν», υπό την στάθμην της κρίσεως υμών... και αν μεν οι στίχοι μου ομοιάζουν κρωγμούς κοράκων, ως φαίνεται τώρα εις εμέ, επικρίνιοντες μη σκώπτετε, παρακαλώ, αλλά δι΄ευφήμου τινός τρόπου υποδείξατέ μοι τούτο και εστέ βέβαιοι ότι ουδέποτε πλέον θα σας ενοχλήσω, διότι τέλος πάντων, δεν θέλω η Ελλάς να τρέφη πλειοτέρους ποιητάς, παρά γεωργούς... Αν όμως εις τους στίχους μου εύρετε χάριν τινά, θέλω ν΄ αναταμείψητε, δια σμικρού κάν μειδιάματος πατρικού, τας αγρυπνίας και τους κόπους ους κατέβαλον, είτε εις τους αγρούς περιφερόμενος, είτε εις την πενιχράν καλύβην μου κεκλεισμένος· διότι κατέβαλα αυτούς ουχί χάριν εμού, αλλά χάριν της Ελλάδος, και αν δεν εύρον το καλόν, τουλάχιστον το εζήτησα. -Γ.Σ.Π

«Τοιούτον ποίημα, τόσον σπουδαία προτερήματα έχον, ίσως έπρεπε ν΄ανήκη ουχί εις ένα χωρίον της Αλβανίας, αλλά να στέφη την Ελλάδα και τον αγώνα αυτής... υπομιμνήσκοντα ημίν ότι και αλλαχού και μακράν ημών ζώσιν ομογενείς, ὧν Ελληνικαί αι καρδίαι, Ελληνικά τα ήθη και Ελληνικός πολιτισμός». περ. Πανδώρα, 1 Μαϊου 1860, σ.54.

Το ποίημά του είναι εμπνευσμένο από τον ηρωικό αγώνα των ορθόδοξων ορεινών χωριών της Ρέκας, Βορειοανατολικά της Δίβρης (στη σημερινή FYROM), κατά των μωαμεθανών Γκέκηδων. Ήρωας του ποιήματος είναι ο Αλβανός αρματολός Κοσμάς που φονεύεται στο Γάλεσνικ από τους Γκέκηδες. Η μητέρα του πληροφορείται τον θάνατο του από τους ίδιους τους σφαγείς του Κοσμά, θρηνεί το γενναίο παλληκάρι, αλλά συναγείρει ταυτόχρονα όλους τους συμπατριώτες της για νέο αγώνα. Για τον Γ. Σταυρίδη οι Αλβανοί είναι Έλληνες, συνεπώς ο Κοσμάς αποτελεί τον αγωνιζόμενο για την ελευθερία, την τιμή και την ορθοδοξία ήρωα Έλληνα. Με αυτήν την έννοια άλλωστε εξέλαβε και η εξεταστική επιτροπή τον ήρωα του ποιήματος. 

~ Φωτο: Η γεωγραφική σημασία του όρου Αλβανία κατά τα τέλη της βυζαντινής περιόδου σύμφωνα με τον Κροάτη Milan pl. Šufflay.

Θα πρέπει να σημειωθεί όμως ότι, ο όρος Αλβανός έχει συχνά γεωγραφική και όχι εθνολογική σημασία και έτσι χρησιμοποιείται από τον ποιητή εκείνη την εποχή, ο οποίος αναφέρεται σε ορθόδοξους πληθυσμούς, ορισμένου γεωγραφικού χώρου, ρωμαίικης συνείδησης (πιθανώς Τόσκηδες), που σαφώς διαχωρίζει από τους Γκέγκηδες. 
Οι Τόσκηδες είναι οι Έλληνες των αποικιών (Επίδαμνος, Απολλωνία κ.α) και οι Ηπειρώτες που εξελλήνισαν και συγχώνευσαν στα βόρεια της Παλαιάς Ηπείρου (στην περιοχή που είναι γνωστή ως Epirus nova ή Illyria Graeca) τμήμα Ιλλυριών, δέχθηκαν την ρωμαϊκή επίδραση όπως κι ο υπόλοιπος ελληνικός χώρος, και εντάχθηκαν ισότιμα στον ελληνικό κόσμο της ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, το Βυζάντιο. Επί Ιουστινιανού (527-565) οι κάτοικοι που ζούσαν μέχρι το Δυρράχιο χαρακτηρίζονται ως «Έλληνες Ηπειρώτες». Αυτή η ελληνογενής ομάδα αλβανοφώνησε αργότερα, κάτω από συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες, χωρίς όμως να χάσει τα υπόλοιπα εθνοτικά της χαρακτηριστικά (θρησκεία, ήθη και έθιμα, ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά). Συγκεκριμένα, τον 11ο αι. επιχειρείται βαθμιαία και σταθερή εγκατάσταση των Σκυπιτάρων (Γκέγκηδων) στην περιοχή πέρα του Γενούσου ποταμού, που έρχονται από τα ενδότερα της χερσονήσου του Αίμου, σύμφωνα με τις απόψεις διάσημων Βαλκανολόγων, όπως των Th. Capidan, E. Petrovici, Al. Rosetti, Vl. Georgiev, G. Weigand κ.α. Η εξαλβάνιση Ελλήνων στις βόρειες περιοχές συντελείται με γοργούς ρυθμούς, όπως υποστηρίζει ο Γάλλος L. Heuzey. Η εκμάθηση της πενιχρής σκυπιταρικής δεν παρουσιάζει σοβαρές δυσκολίες, ενώ συμβάλει στον ουσιαστικό μετριασμό της αγριότητας και απληστίας των φορέων της. Το γεγονός αυτό γίνεται αντιληπτό κι από τη γλωσσική διάλεκτο τους, την τοσκική (της οποίας κλάδο αποτελούν τα αρβανίτικα), που περιλαμβάνει μεταξύ των άλλων και ελληνικά στοιχεία, η οποία διαφέρει από τη διάλεκτο που μιλούν οι Γκέγκηδες. Κατά το 1854, ο Johann Georg von Hahn διερευνώντας την τοσκική διαπιστώνει πολλές ομοιότητες με την ελληνική γλώσσα, μάλιστα σε συντακτικά-δομικά συστήματα, αδιάσειστα τεκμήρια ελληνικότητας. Αλλά και ο Άγγλος Stanford, το 1877, από τη μελέτη της γλώσσας, των ηθών και εθίμων και του χαρακτήρα των Αλβανών κάτω του Γενούσου οδηγείται στο συμπέρασμα ότι κατά την αρχική τους καταγωγή ήταν γνήσιοι Έλληνες, οπότε με άλλα λόγια πρόκειται για πρόσθετη περίπτωση εξαλβανισμένων Ελλήνων. Η αλλογλωσσία δεν εμποδίζει κανένα στην αναγνώριση της ελληνικότητας τους. Ο Γάλλος Philippe de Commynes όλους τους Αρβανίτες ''στρατιώτες'', μισθοφόρους της Βενετίας, είτε στρατολογούνται στο Ναύπλιο είτε στο Δυρράχιο, ονομάζει ΈλληνεςΑκόμη και ο Γ. Σταυρίδης, άριστος γνώστης της ελληνικής γλώσσας, το παρατηρεί και στον ''Αρματωλό'' (σελ. 38, σημ. γ') σημειώνει: «Πάντες οι κάτοικοι της ’Αλβανίας κατά τα φρονήματα, την φυσιογνωμίαν, την ενδυμασίαν, τα ήθη και έθιμα εμφαίνουσι τρανώς ότι είναι ουδέν άλλο ή Έλληνες... Ευχής έργον είναι, άνδρες ειδήμονες της αλβανικής γλώσσης, να πραγματευθώσι περί του ουσιώδους φιλολογικού έργου της συγγενείας της Αλβανικής προς την αρχαίαν Ελληνικήν, διά να αποδειχθή και διά του μέσου τούτου η προς τους Έλληνας αδελφότης των Αλβανών, ων την απώλειαν μοι­ρολογεί η Ελλάς, ως η αρχαία Νιόβη των αυτής τέκνων ερημωθείσα». Άλλωστε είναι γνωστό ότι, η διαφορά των Τόσκηδων από τους βόρειους γείτονές τους, Γκέγκηδες (με αρχική κοιτίδα την παραδουνάβια Μοισία), ήταν χαρακτηριστική, σε βαθμό που οι εθνολόγοι και οι γεωγράφοι του 19ου αιώνα δεν διακρίνουν τους Τόσκηδες από τους Έλληνες. Ομοίως και οι Τούρκοι, τους ονόμαζαν ''Ρωμιούς'' επειδή και κατά την περίοδο της οθωμανικής κατάκτησης εξακολουθούν να είναι ενταγμένοι στο ίδιο Γένος με τους υπόλοιπους Έλληνες. Βέβαια θα πρέπει να αναφερθεί ότι, ένα τμήμα τους ασπάστηκε τον μωαμεθανισμό λόγω των οθωμανικών πιέσεων. Αλλά, όταν ηττάται η θρησκεία, επέρχεται και αφελλήνιση ή και το χειρότερο διογκώνεται το μίσος κατά των ομογενών και άλλοτε ομοδόξων. Όμως, απίστευτη καταντά η προσήλωση στην Ελλάδα, σε ουκ ολίγες περιπτώσεις, ακόμη και μετά την αλλαξοπιστία. 

Η επαρχία Δίβρης, σε σύγγραμμα του 1905, φέρεται να έχει 10000 ορθόδοξους. Οι Ηπειρώτικοι αρβανιτόφωνοι ορθόδοξοι πληθυσμοί της Ρέκας (ΒΑ της Δίβρης), στα χρόνια που ακολούθησαν, διατήρησαν την θρησκευτική τους πίστη και, τελικώς, απέφυγαν την ταύτιση με την, γλωσσικά συγγενική κι όχι εθνολογικά, φυλή των Γκέκηδων. Επέλεξαν, εξ ανάγκης, τον εκσλαβισμό μέσα από τους μικτούς γάμους με τους, επίσης, σύνοικους αλλά ορθόδοξους Σλάβους, όπως και οι υπόλοιποι ελληνικοί πληθυσμοί αυτού του χώρου. Αξιοσημείωτο είναι όμως ότι, πλέον αποκαλούνται Σκρέτι από τους νοτιοσλάβους γείτονες, λέξη που γι' αυτούς σημαίνει τον... ''εθνικά Μακεδόνα'' που δέχθηκε την αλβανική γλώσσα! Αντίστοιχη περίπτωση είναι και οι νομάδες Βλάχων που ζούσαν στην περιοχή του Mavrovo κοντά στην Δίβρη, εκσλαβίστηκαν συμβιώνοντας με τους Σλάβους (μάλλον σερβικά φύλα) για να αποφύγουν τον εξισλαμισμό και εξαλβανισμό και αποτελούν την ομάδα των Μιγιάτσι (Mijaks, Mijaci) με οικισμούς όπως το Γάλεσνικ (Galičnik) που αναφέρεται στο ποίημα του Σταυρίδη, τη Λαζαρόπολη (Lazaropole) κ.α. Στην συνέχεια, ταυτίζονται με την βουλγαρική εξαρχία και στις μέρες μας, κατά την πάγια τακτική των τελευταίων δεκαετιών, ''βαφτίζονται'' σε ''ακραιφνείς Μακεδόνες''. Διατηρούν δε μέχρι σήμερα ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά και ορισμένα ελληνικά έθιμα στην παράδοση τους, διαφέροντας εμφανώς από τους νοτιοσλάβους άλλων περιοχών. Λίγο νοτιότερα, στη Στρούγκα, υπήρχε η πάλαι ποτέ μικρή πατριαρχική κοινότητα, αποτελούμενη από αρβανιτόφωνους και Βλάχους, που αφομοιώθηκε από την εξαρχική πλειοψηφία στα ταραγμένα χρόνια στις αρχές του αιώνα. Η μικρή γκρίζα εκκλησία του Αγίου Γεωργίου (1835), που φιλοξενούσε στην αυλή της το παλιό ελληνικό σχολείο, στέκει εκεί για να θυμίζει τους αγώνες και τα ίχνη του ελληνισμού που χάνονται στα βάθη της ιστορίας. Σήμερα στη Στρούγκα υπάρχει μια μικρή κοινότητα Βλάχων που μετοίκησε κυρίως μετά την περίοδο του Ίλιντεν, προερχόμενων από τα πατριαρχικά χωριά Άνω και Κάτω Μπελίτσα. Σ' αυτά τα χωριά μάλιστα είχαν εγκατασταθεί παλιότερα και Βλάχοι της Ηπείρου, γνωστοί ως Αρβανιτόβλαχοι (για την ακρίβεια Μουζακιαραίοι), οι οποίοι τώρα υφίστανται ''μακεδονοποίηση'' και, ασφαλώς, ακολουθούν την ίδια αφομοιωτική πορεία. 

Το ξίφος και η περικεφαλαία του Γεωργίου Καστριώτη
Επιστρέφοντας στο έργο του Σταυρίδη, μετά από μια απαραίτητη παρένθεση, να αναφερθεί ότι, ενθαρρυμένος από αυτή την επιτυχία του ξεκινά αμέσως να ετοιμάζει το δεύτερο έργο του με σκοπό να συμμετάσχει στον επόμενο ποιητικό διαγωνισμό του 1861. Πρόκειται για ένα έπος εμπνευσμένο από τον αγώνα εναντίον των Οθωμανών που έφερε τον τίτλο ''Σκενδέρμπεης''. Τελικά, ο διαγωνισμός του συγκεκριμένου έτους δεν πραγματοποιήθηκε. Συνεχίζοντας, ίσως, την επεξεργασία του κειμένου παρέδωσε το χειρόγραφο στον Ιωακείμ Σαπουντζίεφ (με καταγωγή από την Αχρίδα) στην Αθήνα με την παράκληση να το υποβάλει αντί εκείνου στον επόμενο διαγωνισμό και ο ίδιος μετέβη στην Αχρίδα (πριν από την 13η Φεβρουαρίου 1862). Tο συγκεκριμένο έργο, όμως, θα πρέπει να θεωρείται ημιτελές. Ο Τίτος Γιοχάλας αναφέρει χαρακτηριστικά: ''Το έπος του Σταυρίδη γίνεται κατανοητόν και ερμηνεύεται, μόνον αν τοποθετηθή και θεωρηθή εντός του ελληνικού περιβάλλοντος, εκ του οποίου ανεπήδησεν, εκ των ελληνικών πηγών της εποχής και εκ της ελληνικής παιδείας του ποιητού, ο οποιος και δια του δευτέρου έργου του επιβεβαίωνε όσα είχεν αυθορμήτως εκθέσει εις την Επιτροπήν του πρώτου ποιητικού του έργου και είς την αφιέρωσιν αυτού, ότι δηλ. ειργάζετο και εμόχθει χάριν της Ελλάδος έχων κατά νουν το μέγα έργον της Ελληνικής Παλιγγενεσίας.''

Ποιός ήταν ο ποιητής Γρηγόριος Στ. Σταυρίδης (Παραλίτσας) 

Σύμφωνα με την αυτοβιογραφία του (που γράφτηκε όταν είχε μεταστραφεί στον βουλγαρισμό), έξι μήνες μετά την γέννησή του, το 1830 ή '31, χάνει τον πατέρα του Σταύρο και μεγαλώνει φτωχικά με την μητέρα του Μαρία, το γένος Γιόκοβα, και τον παππού του, από τον οποίο λαμβάνει την πρώτη παιδεία. Πριν καλά καλά κλείσει τα τέσσερα, ο παππούς του φέρνει ένα ελληνικό αλφαβητάρι. Όταν πλαγιάζει να κοιμηθεί κάθε βράδυ μαζί με τα πέντε αδέρφια του, ο παππούς τους ψιθυρίζει μερικές προσευχές στα ελληνικά. Στη συνέχεια φοίτησε στο εκεί ελληνικό σχολείο αλλά όταν, το 1848, έρχεται ως δάσκαλος ο Δημήτριος Μηλαδύνης από την Στρούγκα η μελέτη της ελληνικής γίνεται ακόμη πιο ελκυστική γι αυτόν. Τον Αύγουστο του 1849 εγκαταλείπει την Αχρίδα και πηγαίνει στην Αθήνα να σπουδάσει ιατρική. 
Στο πανεπιστήμιο γρήγορα αντιλαμβάνεται πόσο ξεχωρίζει στην γνώση της ελληνικής, όταν διορθώνει ακόμα και τους καθηγητές της ιατρικής. Παρά τις επιδόσεις του, η κοινωνική του ζωή χαρακτηρίζεται από απομόνωση και μίσος προς τους συμφοιτητές του, οι οποίοι του συμπεριφέρονται υποτιμητικά για την προφορά και τα φτωχικά ρούχα του.
Πιθανώς, βρισκόταν στην Αθήνα την 25η Μαρτίου του 1851, ημέρα κατά την οποία ο ποιητής, αξιωματικός τότε του ελληνικού στρατού, Γ. Ζαλοκώστας βραβεύτηκε στον ποιητικό διαγωνισμό με το ποίημα του ''Το Μεσολόγγιον'' και εστεφανώθη σε δημόσια τελετή με στέφανο δάφνης από τον βασιλιά Όθωνα. Η μεγαλοπρέπεια της τελετής εντυπωσίασε τον Σταυρίδη αλλά η πενία τον ανάγκασε να επιστρέψει στην βορειοδυτική Μακεδονία και να εργαστεί ως ελληνοδιδάσκαλος στην Μπελίτσα, το Μοναστήρι, το Περλεπέ και την Αχρίδα και το 1858 να επιστέψει τελικά στην Αθήνα.

~ Φωτο: Σελ. 4, ''Ο Αρματωλός''. Πρόλογος Γ. Σταυρίδη.

Την συγκεκριμένη χρονιά όμως (1858) συνέβη στον Σταυρίδη ένα περίεργο επεισόδιο. Μια Κυριακή εκκλησιάστηκε στον ορθόδοξο ναό των Ρώσων, στην σημερινή οδό Φιλελλήνων στην Αθήνα, όπου του έγινε επίπληξη από κάποιον Ρώσο επειδή πριν εξέλθει από τον ναό φόρεσε το καπέλο του. Θεώρησε ότι προσβλήθηκε από αυτό το γεγονός και έγραψε τότε ένα ποίημα, το οποίο δημοσίευσε στην Αθηναϊκή εφημερίδα ''Αθηνά''. Εκεί, αναφερόμενος στο επεισόδιο μίλησε αυστηρά για τους Ρώσους γιατί αυτοί τόλμησαν «...Έλληνας να προσβάλλουν εντός ναού ελληνικού πολλών περιεστώτων..». Δημοσιεύθηκε τότε σχετικό άρθρο στην εφημερίδα «Αυγή» στο οποίο ο ανώνυμος αρθρογράφος κατέκρινε τον Σταυρίδη αποκαλώντας τον «...ουχί Έλληνα όντα, αλλά βάρβαρον και Αλβανόν το γένος και αγνώστου θρησκεύματος, ίνα μη νομίσωσι οι ενταύθα διαμένοντες Ρώσοι... ότι Έλλην Χριστιανός Ορθόδοξος έπραξε», ότι δηλ. φόρεσε το καπέλο ενώ βρισκόταν ακόμη εντός του ναού. Στην ίδια εφημερίδα δημοσιεύτηκε αργότερα ανώνυμο ποίημα, ίσως από τον Ραγκαβή ή τον Ορφανίδη, στο οποίο κατακρίνονταν ο Σταυρίδης για το κατά των Ρώσων ποίημά του, προς τους οποίους ως Μακεδών ώφειλε να είναι περισσότερον ευγνώμων. Απαντά τότε ο Σταυρίδης και στα δύο τα γραπτά με άλλο ποίημα σε οξύτατο, υβριστικό σχεδόν ύφος κατηγορώντας τον ανώνυμο αρθρογράφο ως ελεεινόν και μίσθαρνον όργανον των Ρώσων, για τους οποίους λέει:

Άνευ του Ρώσου (λέγεις σύ) εγώ θα είμην τούρκος·
επί αιώνας τέσσαρας οι Έλληνες οι δούλοι
την πίστιν εφυλάξαμεν ως κόρην οφθαλμού μας
πότε λοιπόν (ως λέγεις σύ) μας έσωσε η Ρωσία;

Το περιστατικό αυτό, όπως και τα δυο ποιήματα του Σταυρίδη που ακολούθησαν, δείχνει ότι ο ποιητής δυο φορές εγγράφως ανέφερε ότι είναι Έλληνας, την δεύτερη μάλιστα και με φανατισμό. Αλλά κι ο δάσκαλος του, ο Δημήτριος Μηλαδύνης, τον αποκαλούσε ''γκρεκομάνο''.

~ Φωτο: Σελ. 3 ''Ο Αρματωλός''. Αφιέρωση του Γ. Σταυρίδη στον  Ευαγγέλη Ζάππα.

Το 1858 επαναγράφεται στην ιατρική και το 1860 την εγκαταλείπει επειδή δεν συμπαθεί ιδιαίτερα την ανατομία, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, και γράφεται στη Φιλοσοφική σχολή Αθηνών. Την εποχή εκείνη συμμετείχε στον Ράλλειο ποιητικό διαγωνισμό και βραβεύεται για το έργο του ''Ο Αρματωλός'', για τη σύνθεση του οποίου επηρεάστηκε βαθύτατα από την ελληνική δημοτική και λόγια ποίηση, ιδιαίτερα δε του Ραγκαβή και Ζαλοκώστα. Στη συνέχεια, ξεκινά να ετοιμάζει το επικό του ποίημα ''Σκενδέρμπεης''. 

Αξίζει να αναφερθεί ότι, το διάστημα αυτό γνωρίζει στην Αθήνα τον υπουργό Δικαιοσύνης και καθηγητή Εκκλησιαστικού Δικαίου του Πανεπιστημίου Μιχαήλ Ποτλή (1810-1863), ο οποίος ήταν επίσης από την Αχρίδα και συναναστρέφεται και με άλλους σλαβόφωνους που σπούδαζαν εκεί. Θα πρέπει όμως να σημειωθεί ότι, ήδη από παλιά, όπως προκύπτει και από την αυτοβιογραφία του, γνωρίζει την οικογένεια Ρόμπη στην Αχρίδα, στην οποία θα αναφερθούμε στη συνέχεια, και έχει αναπτύξει σχέση με μέλη της. Μάλιστα ως φοιτητής στην Αθήνα, προνοώντας με σκοπό να μην εξαντληθεί  το οικονομικό του απόθεμα, προτείνει να παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα γαλλικής στα παιδιά των Ρόμπη κι εκείνοι δέχονται: ''Είχαν έναν Γάλλο δάσκαλο που δεν τον καταλάβαιναν με τίποτα. Ήμουν πρόθυμος να τους διδάξω με τα μισά χρήματα.''

Στην Αθήνα πληροφορείται τον θάνατο των αδελφών Μιλαδύνη (πλέον Μιλαντίνοφ) στις φυλακές της Κωνσταντινούπολης, από δηλητηρίαση που οργανώθηκε δήθεν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, και επιστρέφει (αρχές 1862) εξοργισμένος στην Αχρίδα για να εκδικηθεί, όπως έγραψε αργότερα, ιδιαίτερα για τον θάνατο του διδασκάλου του:
''Μια μέρα ο Διάκονος της ρωσικής εκκλησίας στην Αθήνα μου είπε με πολύ λυπημένο ύφος:
- Εξαφανίστηκαν στις φυλακές της Κωνσταντινούπολης οι αδερφοί Μιλαντίνοφ, ίσως να τους έχουν δηλητηριάσει κιόλας. Αυτό διάβασα πριν στην εφημερίδα ο Κύκνος του Δούναβη [Dunavski Lebed*].
Έμεινα ακίνητος και άφωνος σαν άγαλμα, η καρδιά μου καταριόταν το ελληνικό πνεύμα. Μάζεψα τα πράγματα μου. Άφησα το ποίημα ''Σκενδέρμπεης'' στον κύριο Σαπουντζίεφ και τον παρακάλεσα να το παραδώσει στην επιτροπή όχι αργότερα από τις 13 Φεβρουαρίου και ξεκίνησα με σταθερή την απόφαση να χαθώ ή να εκδικηθώ για τους Μιλαντίνοφ.'' 
[*Dunavski Lebed (ο Κύκνος του Δούναβη), εβδομαδιαία πολιτική-επαναστατική βουλγαρική εφημερίδα του Georgi Rakovski. Εκδόθηκε στο Βελιγράδι από τις 1/9/1860 έως τις 24/12/1861.]
Επιστρέφοντας τελικά, ξεκινά τη δράση του εναντίον του Έλληνα μητροπολίτη Μελετίου Αχρίδος πρωτοστατώντας για τη σύσταση ανεξάρτητης βουλγαρικής εκκλησίας, που επιτεύχθηκε μετά οκτώ χρόνια μέσα στα πλαίσια της τότε ρωσικής πολιτικής στα Βαλκάνια.

Η κατάσταση που επικρατούσε στη βορειοδυτική Μακεδονία, και ιδιαίτερα στην Αχρίδα, σε συνδυασμό, ίσως, με την περιφρονητική στάση κάποιων Αθηναίων του λογοτεχνικού χώρου για τον φτωχό βόρειο επαρχιώτη με την σλαβική προφορά, μπορεί να εξηγήσει κατά κάποιον τρόπο την βαθμιαία ριζική μεταβολή των ελληνικών φρονημάτων του Γ. Σταυρίδη και την μεταμόρφωσή του, στην συνέχεια, σ' ένα φανατικό ανθέλληνα. 
Από το 1870, η βουλγαρική προπαγάνδα περιόρισε το ελληνικό στοιχείο της Αχρίδας, το οποίο, και λόγω του αυστριακού και ρωσικού ανταγωνισμού, μετανάστευσε στο εξωτερικό ή προσχώρησε στον βουλγαρισμό, κατά τρόπον, ώστε το 1890 να έχουν απομείνει μόνο 20-30 ελληνικές οικογένειες. 

Victor Grigorovic
Ο Ρώσος καθηγητής Πανεπιστημίου και πρωτεργάτης της δημιουργίας βουλγαρικής εθνικής συνείδησης στην περιοχή της Αχρίδας, Victor Grigorovic γράφει ότι το 1845 στην Αχρίδα κυριαρχούσε η ελληνική γλώσσα. Κατά την επίσκεψή του εκεί, ο Grigorovic ''έπεισε'' τους Ελληνοδιδασκάλους αδελφούς Μηλαδύνη να γίνουν απόστολοι του βουλγαρισμού και να αναπτύξουν ανθελληνική δράση. Ο Δ. Μιλαντίνοφ προσήλκυσε συντοπίτες του και εξελίχθηκε ουσιαστικά σε πράκτορα του Ρωσικού Πανσλαβισμού στη Μακεδονία. Ο σλαβολόγος καθηγητής Αντώνιος-Αιμίλιος Ταχιάος, εντόπισε στα αυτοκρατορικά αρχεία της Αγίας Πετρούπολης επιστολή του Ρώσου Γενικού Προξένου στην Κωνσταντινούπολη Μιχαήλ Αλεξάνδροβιτς Χίτροβο, ο οποίος ζητούσε (1864) να καταβληθεί οικονομική ενίσχυση στην χήρα του Δημητρίου Μιλαντίνοφ, «διότι αυτός απέθανε στην υπηρεσία του αυτοκράτορα».
Αλλά και ο Ρώσος πρόξενος στη Θεσσαλονίκη προσεγγίζει πλούσιες μακεδονικές οικογένειες, όπως τον κλάδο της ελληνοβλαχικής οικογένειας Ρόμπη που ήταν εγκατεστημένος στην Αχρίδα, ιδιοκτήτες της εταιρείας ''Αδελφοί Ρόμπη και υιοί'' (Άγγελος και Αναστάσιος του Στεφάνου) με καταστήματα στο Μοναστήρι και σε άλλες πόλεις, ώστε να δηλώσουν Βούλγαροι και να αποτελέσουν πρότυπο για τους λιγότερο εύπορους (αν και είναι γεγονός ότι ένας κλάδος της οικογένειας παρέμεινε πιστός στον ελληνισμό). Την ρωσική πολιτική διευκόλυναν και οι μικτοί γάμοι που είχαν γίνει μέχρι τότε. Το σπίτι του Κωνσταντίνου Αγγέλου Ρόμπη στην Αχρίδα, ονομαστού διανοούμενου της περιοχής, επισκέπτονταν, το 1845, ο Ρώσος καθηγητής Victor Grigorovic. Ο Κωνσταντίνος Ρόμπης είχε αποφοιτήσει από το ελληνικό γυμνάσιο στα Ιωάννινα όπου ήταν συμμαθητές με τον Μιλαντίνοφ. Ο Κωνσταντίνος, με τον εξάδερφό του Δημήτριο Ρόμπη, κατέβαλαν από κοινού πολλές προσπάθειες για την αποφυλάκιση του Μιλαντίνοφ με τον οποίο διατηρούσαν στενές σχέσεις όπως προκύπτει κι από επιστολές που συμπεριλαμβάνονται στο αρχείο του τελευταίου και δημοσιεύθηκαν από τον Βούλγαρο ιστορικό Νικόλα Τράικοφ. Ο Δημήτριος Ρόμπης (Robev στο εξής) σπατάλησε τον πλούτο του για τη διάδοση του βουλγαρισμού στην άνω Μακεδονία και πέρασε τα γηρατειά του με μεγάλες στερήσεις.
Για την δημιουργία Βουλγάρων στην Μακεδονία εργάστηκε κι ο Ρώσος πρόξενος της Βάρνας, Rachinski, δίνοντας υποτροφίες σε σπουδαστές, με σκοπό να προωθήσουν αργότερα τις ιδέες του πανσλαβισμού. Έτσι όταν επιστρέφουν στη γενέτειρά τους, έρχονται σε σύγκρουση με τις τοπικές εκκλησιαστικές αρχές του Ελληνορθόδοξου Οικουμενικού Πατριαρχείου επειδή αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες για την εισαγωγή της σλαβικής γλώσσας στην εκκλησιαστική και εκπαιδευτική ζωή των κοινοτήτων όπου υπηρετούσαν ως δάσκαλοι, γλώσσας που θεωρούν και ονομάζουν ως βουλγαρική. Γίνονται υπέρμαχοι της βουλγαρικής εθνικής ιδέας που είχε ήδη αρχίσει να διαμορφώνεται από το βουλγαρικό εθνικό κίνημα υπό την επιρροή των κηρυγμάτων του πανσλαβισμού και των Σλαβόφιλων της Ρωσίας.

Η Αχρίδα σήμερα 
Το ελληνικό στοιχείο της Αχρίδας κατά το β' μισό του 18ου αι. ήταν πολυάριθμο, είχε ενισχυθεί με ελληνικούς πληθυσμούς που μετοίκησαν από διάφορα μέρη, μεταξύ αυτών και Βλάχοι από τη Μοσχόπολη και τα γύρω βλαχοχώρια της. Σύμφωνα, όμως, με τον Αυστριακό J. G. von Hahn όχι μόνο οι βλαχόφωνοι αλλά και οι σλαβόφωνοι κάτοικοι είχαν ελληνική εθνική συνείδηση...''. 
Η πίεση της βουλγαρικής προπαγάνδας στην περιοχή της Αχρίδας και η μεταστροφή των Ελλήνων σε Βούλγαρους περιγράφεται με χαρακτηριστικό τρόπο μέσα από τις διηγήσεις του Γάλλου συγγραφέα και καθηγητή του Πανεπιστημίου Victor Berard, ο οποίος περιηγήθηκε την Βορειοδυτική Μακεδονία το 1890: 
"Στα 1850 οι Έλληνες της Αχρίδας ήσαν πάμπλουτοι. Είχαν στα χέρια τους το μεγαλεμπόριο των γουναρικών. Ηπειρώτες, Θεσσαλονικιοί, Αιγαιοπελαγίτες, Βλάχοι απ’ το Μοναστήρι και την Κοριτσά, Αρβανίτες, συναποτελούσαν ένα ενιαίο χριστιανικό λαό που τον ένωναν οι ίδιες ανατάσεις προς την Αθήνα και τη Μεγάλη Ιδέα... 
Πριν τριάντα χρόνια ακόμη, η Αχρίδα είχε 200-300 ελληνικά σπίτια...οι Έλληνες εκτοπίστηκαν σιγά-σιγά από τους Βουλγάρους..
γύρω στα 1864-1866, εμφανίσθηκαν ξένοι, Ρώσοι που μιλούσαν για θρησκεία βουλγαρική, για μεγάλη Βουλγαρία... έδιναν και κουδουνιστά επιχειρήματα, ένα πιάστρο (δύο δεκάρες) στο ζητιάνο και εκατό λίρες (2.300 φράγκα) στον τίμιο άνθρωπο. Κι έτσι δημιουργήθηκε βουλγαρικό κόμμα''.  
Ο ίδιος συγγραφέας αναφέρει επίσης ότι ένας ξενοδόχος από την Ρέσνα (πόλη μεταξύ Μοναστηρίου και Αχρίδας) του εξομολογήθηκε σε καθαρά ελληνικά: "Οι πατεράδες μας ήσαν Έλληνες και κανείς δεν έλεγε τότε τα περί Βουλγάρων. Γινάμενοι Βούλγαροι κερδίσαμε, ο Τούρκος μας σέβεται και η Ευρώπη μας υποστηρίζει. Αν πρέπει να είμαστε Σέρβοι, καμιά αντίρρηση. Για τώρα όμως είναι καλύτερα Βούλγαροι".

~ Φωτο: Συνδρομητές του βιβλίου ''Τα περί της Αυτοκεφάλου Αρχιεπισκοπής της Πρώτης Ιουστινιανής Αχρίδος και Βουλγαρίας'' / υπό Μ. Γ. Δήμιτσα. Μεταξύ των ονομάτων υπάρχουν και των Ιωακείμ Σαπουντσή από την Αχρίδα, Στέφανου Α. Ρόμπη, Αφοι Ρόμπη και Υιοί κ.α. Βλ. σελ. 115 - 116: anemi

Ο Γ. Σταυρίδης, ως Parlitsev στο εξής αφού άλλαξε το επώνυμο του μαζί με τα εθνικά του αισθήματα ακολουθώντας το παράδειγμα του διδασκάλου του, στην αυτοβιογραφία του αναφέρει: «Ο ελληνισμός αιώνες τώρα ήταν ριζωμένος στην Αχρίδα, ακόμη και τώρα αυξανόταν ολοένα και περισσότερο»... αλλά και για τον Ιωακείμ Σαπουντσή, με τον οποίο διατηρούσε σχέσεις στην Αθήνα όπως προαναφέρθηκε, γράφει: «...με τη βοήθεια του Ιωακείμ Σαπουντζίεφ, εκβουλγαρίσαμε την παντελώς εξελληνισμένη πόλη της Αχρίδας».

Ο Ίων Δραγούμης, στο έργο Μαρτύρων και Ηρώων Αίμα, διηγείται: «Πάνω στην κορυφή στο λόφο της Αχρίδας, είναι μια παλιά εκκλησία της Παναγίας καλά ζωγραφισμένη που την έχουν πάρει οι Βούλγαροι τώρα και λίγα χρόνια. Απ’ όλες τις εικόνες έσβησαν τα ελληνικά γράμματα και μόνο της Παναγίας άφησαν το όνομά της ‘Παναγία η Περίβλεπτος’ [Sveta Bogorodica Perivlepta], η αγία τράπεζα είναι από αλάβαστρο, ένα λάβαρο βυζαντινό βρίσκεται κλειδωμένο στο σκευοφυλάκιο, αφιερωμένο από τον Ανδρόνικο τον Παλαιολόγο στον αρχιεπίσκοπο της Αχρίδας»...

Χάρτης Μητροπόλεων 1913. 
Πηγή: yaunatakabara.blogspot.gr
Παρά τις συγκρούσεις με την ελληνορθόδοξη μητρόπολη για τον αγώνα του να ξεριζώσει την ελληνική γλώσσα από την ιδιαίτερη πατρίδα του, η αγάπη του Παρλίτσεφ για την ελληνική γραμματεία δεν μειώνεται. Είναι ο πρώτος που μεταφράζει Όμηρο, για λογαριασμό βουλγαρικού περιοδικού, στην διάλεκτο της Αχρίδας. Οι περαιτέρω προσπάθειές του να διαδώσει την βουλγαρική γλώσσα ναυαγούν, καθώς, όπως ο ίδιος αναφέρει, αντιμετωπίζει τον πόλεμο του Βούλγαρου μητροπολίτη της Αχρίδας: "...ενώ ο Έλληνας μητροπολίτης Μελέτιος, ο πλέον άσπονδος εχθρός μου, ανεχόταν για δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια τα μαθήματά μου, τα κηρύγματά μου, τις επιπλήξεις και τις μομφές μου και ποτέ του δεν με κατεδίωξε, ο πρώτος Βούλγαρος μητροπολίτης, ο αναμενόμενος μεσσίας, έδιωξε άτιμα τον Παρλίτσεφ από την πατρίδα του". Οδηγείται στην Σόφια και έπειτα στην Θεσσαλονίκη, όπου συνεχίζει να βγάζει τα προς το ζην διδάσκοντας την ελληνική γλώσσα.

Σήμερα, του αποδίδονται ιδιαίτερες τιμές στον τομέα της εκπαίδευσης στο κράτος της FYROM και του ξαναλλάζουν, ερήμην του αυτή τη φορά, την εθνικότητα και γλώσσα, από βουλγαρική σε ''μακεδονική''. Οι σλαβόφωνοι πληθυσμοί της γειτονικής χώρας, σλαβογενείς και μη, αναζητούν την θέση τους στην ιστορία των Βαλκανίων και, δυστυχώς, όσο δεν αποκτούν αυτογνωσία θα αποτελούν τα πιο εύπλαστα και πειθήνια θύματα. Η ιστορία έχει αποδείξει ότι, δεν είναι καθόλου δύσκολο να αλλάξει και πάλι στο μέλλον η ταυτότητα τους σε βουλγαρική αν το απαιτήσουν νέοι (γεω)πολιτικοί προσανατολισμοί...


Πηγές:
-Αυτοβιογραφία Γκριγκόρ Παρλίτσεφ (Γρηγόρης Σταυρίδης) 1830-1893, εκδ. Μαύρη Λίστα
-Γιοχάλας Τίτος, Το επικό ποίημα του εξ Αχρίδος Γρηγορίου Σταυρίδου (Παρλίτσεφ) «Σκενδέρμπεης (1861)»
-Δημητρίου Ε. Ευαγγελίδη, Οι Αρβανίτες, βλ. vlahofonoi.blogspot.gr
-Αχ. Λαζάρου, Ελληνισμός και Λαοί Νοτιοανατολικής (ΝΑ) Ευρώπης, Τόμος Δ', Αθήνα 2010, σελ. 585-586, 602, 627-632.
-Κουγιτέα Π., Πραγματεία Τοπογραφική, Ιστορική και Εθνολογική της Άνω Αλβανίας ή Ιλλυρίας, Κάτω Αλβανίας ή Μακεδονικής Ιλλυρίας και Ηπείρου, Αθήναι 1905, σελ. 25.
-Αδελφοί Μιλαντίνοφ (Братя Миладинови), βλ. vlahofonoi.blogspot.gr
-Η ρωσική πολιτική βουλγαροποίησης της Μακεδονίας και η περίπτωση της οικογένειας Ρόμπη, βλ. vlahofonoi.blogspot.gr
-Γ. Τσότσος, Ο Ελληνισμός της Πελαγονίας, NEMECIS (2001), βλ. vlahofonoi.blogspot.gr
-Μακεδονικό Ζήτημα. Η ελληνοσλαβική γλώσσα και η κατασκευή της βουλγαρικής συνείδησης στη Θρακομακεδονία (Μέρος B΄), βλ. petrousa.blogspot.gr
-Αστέριος Κουκούδης, Οι Εγκαταστάσεις των Αρβανιτοβλάχων στην Μακεδονία, βλ. ieropigi.vlahoi.net
-Γρηγόρης Σταυρίδης (Παρλίτσεφ), βλ. el.wikipedia.org
-Η λέξη ''Σκρέτι'', βλ. www.ems.gr
-Γεώργιος Π. Τσότσος, Η γεωγραφική διασπορά στοιχείων της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής της Αχρίδας και της ευρύτερης περιοχής σε συσχετισμό με τον ρόλο του Ελληνικού στοιχείου κατά την ύστερη τουρκοκρατία. Μακεδονικά, 33, 2002.
-Victor Berard, Οδοιπορικό στη Μακεδονία, α' έκδοση Απρίλιος 1987, σελ. 152-157, βλ. vlahofonoi.blogspot.gr

3 σχόλια:

Η κόσμια κριτική και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των σχολιαστών είναι σεβαστή. Σχόλια τα οποία υπεισέρχονται σε προσωπικά δεδομένα ή με υβριστικό περιεχόμενο να μην γίνονται. Τα σχόλια αποτελούν καθαρά προσωπικές απόψεις των συντακτών τους. Οι διαχειριστές δεν ευθύνονται σε καμία περίπτωση για τυχόν δημοσίευση υβριστικού ή παράνομου περιεχομένου στα σχόλια των αναρτήσεων.Τα σχόλια αυτά θα διαγράφονται με την πρώτη ευκαιρία.