Τετάρτη 6 Ιανουαρίου 2016

Μοσχόπολη 1916: "Die Endlösung"


Tο τελικό ολοκαύτωμα της Μοσχόπολης ως μέσο "επίλυσης" του ελληνικού ζητήματος στην περιφέρεια Κορυτσάς

Ἡ ἐθνολογική κατάσταση τῶν κατοίκων τῆς Βορείου Ἠπείρου ἔγινε ἀντικείμενο μελέτης ἀπό τό 1798 ἀπό πολλούς ἐρευνητές πού ὁ καθένας τους ἀποφαίνεται ὅτι ἡ ἀναλογία Χριστιανῶν καί Μουσουλμάνων ἦταν πέντε πρός ἕνα ἤ δέκα πρός ἕνα [46] κ.ο.κ. «Τό 1914 ἡ ∆ιεθνής Ἐπιτροπή Ἐθνολογικοῦ Ἐλέγχου ἔδωσε στοιχεῖα πού καταδείκνυαν τήν ἀριθμητική ὑπεροχή –καί μάλιστα συντριπτική– τοῦ Ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ»[47]. 

Στήν ὑπό ἐξέταση περιοχή τῆς Μητροπολιτικῆς περιφέρειας Κορυτσᾶ ἡ ἐγγραφή στόν «Ἱερό Λόχο»[49] τῆς Κορυτσᾶς ἦταν ἀθρόα καί ὑπερέβη τούς <1.000> μαχητές μέσα στήν πόλη καί μαζί μέ τούς μαχητές τῆς ὑπαίθρου ἀνῆλθε στόν ἀριθμό τῶν <3.000> περίπου. Σέ ὅλη τή Βόρειο Ἤπειρο ἀποφασίσθηκε ἡ ὀργάνωση τριῶν ταγμάτων «Κατοχῆς»[50] ἀπό τόν Ἑλληνικό Στρατό γιά νά ἀντιμετωπισθοῦν ἀπό τούς Βορειοηπειρώτας ἄτακτα σώματα Τουρκαλβανῶν. Ἡ Ἑλληνική Κυβέρνηση ζήτησε ἀπό τίς Μεγάλες ∆υνάμεις νά δοθοῦν ἐγγυήσεις διά τά ἀνθρώπινα δικαιώματα[51] τῶν Βορειοηπειρωτῶν, ὅπως οἱ ἴδιες ζήτησαν καί ἔλαβαν ἀπό τήν Ἑλλάδα δικαιώματα διά τούς ὀλίγους μουσουλμάνους τῶν νήσων τοῦ Αἰγαίου. 
∆υστυχῶς οἱ Μεγάλες ∆υνάμεις ἐκώφευσαν στό ἑλληνικό αἴτημα. Εἰρήνη καί Ἐλευθερία ἐπικρατεῖ στήν Βόρειο Ἤπειρο καί τήν ἀπολαμβάνουν οἱ Ἕλληνες Χριστιανοί ἀλλά καί οἱ Μουσουλμάνοι κάτι πρωτόγνωρο γιά αὐτούς, διότι ἡ Ἑλληνική διοίκηση πού ἐγκατεστάθη παντοῦ ἀπέδιδε δικαιοσύνη ἐξ ἴσου χωρίς διακρίσεις σύμφωνα μέ τό νόμο. Ἡ Βόρειος Ἤπειρος εἶχε δική της Στρατιωτική ∆ιοίκηση[52], Ἀστυνομική ∆ιοίκηση[53], γραμματόσημα[54] δικά της, ∆ικαστικές καί ∆ημοτικές ἀρχές, κοινότητες[55] πού διοικοῦνταν ἀπό τούς αἱρετούς δημογέροντας χριστιανούς καί μουσουλμάνους[56]. Παντοῦ ἐφηρμόζετο ὁ νόμος καί στίς κρατικές δοσοληψίες ἐπεκολλᾶτο τό «ΧΑΡΤΟΣΗΜΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ∆ΙΟΙΚΗΣΕΩΣ». Παρουσιάσαμε στίς ὑποσημειώσεις τεκμήρια ἀπό τήν Μητροπολιτικήν Περιφέρειαν Κορυτσᾶς πού ὁλοκληρώνουν τήν ἄρτια εἰκόνα τῆς Ἑλληνικῆς ∆ιοικήσεως στήν περιοχή, ὅπου λειτουργοῦν ἄριστα ὅλες οἱ ὑπηρεσίες τοῦ κράτους. 

Στή Μητροπολιτική περιφέρεια Κορυτσᾶς ἡ κατάσταση εἶναι ἔκρυθμη ἐκτός τῆς προετοιμασίας τῶν ἔνοπλων τμημάτων, οἱ ἐπιτροπές Κορυτσαίων καί τά ὑπομνήματα διαμαρτυριῶν ἀποστέλλονται παντοῦ[57] (κυβερνήσεις κρατῶν, ∆ιεθνεῖς ἐπιτροπές). ∆έν ἄργησε νά φανῆ ἡ ἀλβανική τρομοκρατία καί στίς 12-1-1914 ὁ λήσταρχος Σαλῆ Μπούτκα κτυπᾶ στό χωριό Βυθκοῦκι καί στίς 17-1-1914 ἄλλη ὁμάδα ἐνόπλων Ἀλβανῶν κτυπᾶ πάλι τό Βυθκοῦκι. Μετ’ ὀλίγας ἡμέρας τήν 20-1-1914 600 Ἀλβανοί ζητοῦσαν νά τούς παραδοθῆ ἡ Κορυτσᾶ. Ἦταν πλέον φανερόν ὅτι σ’ ὅλο τό μῆκος τῆς γραμμῆς πού κατεῖχαν τά ἑλληνικά στρατεύματα εἶχαν προωθηθεῖ τμήματα τῆς ἀλβανικῆς χωροφυλακῆς πού ἐλεγχόταν ἀπό Ὁλλανδούς ἀξιωματικούς καί προετοιμαζόταν νά καταλάβουν τίς περιοχές ἀπό τίς ὁποῖες θά ἀποχωροῦσε ὁ Ἑλληνικός στρατός. Στήν πραγματικότητα ὅμως καιροφυλακτοῦσαν οἱ ἀλβανικές ὁμάδες ἀτάκτων[58]. Ἡ ἑλληνική κυβέρνηση δέν σταμάτησε νά ἐνεργῆ στό διπλωματικό τομέα γιά τήν ἔκρυθμη κατάσταση καί στίς προκλήσεις τῶν Ἀλβανῶν συλλαλητήρια διαμαρτυριῶν λάμβαναν χώραν στίς πόλεις τῆς Ἠπείρου καί στήν Ἀθήνα[59]. Τό θέμα τῆς ἀποχωρήσεως τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ σύμφωνα μέ τήν θέληση καί ἀπαίτηση τῶν Μεγάλων ∆υνάμεων συντάραξε τό Πανελλήνιο. 

Ιερός Λόχος Κορυτσάς
Βλάχικες φορεσιές Κορυτσάς - Μοσχοπόλεως
Στίς 7-1-1914 οἱ Κορυτσαῖοι Ἱερολοχῖτες ἔδωσαν τόν νενομισμένο ὅρκο μπροστά στόν ∆ιοικητή Κορυτσᾶς[60]. Στίς 9-1-1914 ὁ ∆/τής Χειμάρρας Σπυρομήλιος κήρυξε τήν αὐτονομία στή Χειμάρρα[61]. Ἐν τῷ μεταξύ Πανηπειρωτικό Συνέδριο στό Ἀργυρόκαστρο προετοιμαζόταν γιά τήν 30-1-1914. Ἔγινε Συνέλευση μέ ἀντιπροσώπους ἀπό ὅλες τίς πόλεις τῆς Βορείου Ἠπείρου στίς ὁποῖες συμμετεῖχαν οἱ ἀντιπρόσωποι ἀπό τήν Μητροπολιτική περιφέρεια Κορυτσᾶς (Κορυτσᾶ, Λεσκοβίκι, Κολώνια). Μετά τίς συνεδριάσεις ἀπό 30-1-1914 ἕως 5-2-1914 ἡ Ὀργανωτική Ἐπιτροπή ἐξέτασε πολλά θέματα ἐν μέσῳ ἐθνικοῦ ἐνθουσιασμοῦ ἀλλά καί ἀπόγνωσης ἐν ὄψει ἐκκενώσεως τῆς Βορείου Ἠπείρου ἀπό τόν Ἑλληνικό στρατό. Οἱ διαβουλεύσεις πού ἔγιναν μέ τήν Ἀθήνα δημιούργησαν βαριά ἀτμόσφαιρα καί γενική κατήφεια. Ἐπί πέντε ἡμέρας ἡ Ὀργανωτική Ἐπιτροπή ἐργάσθηκε σκληρά γιά τήν συγκρότηση τῆς τελικῆς Ἀντιπροσωπευτικῆς ἐπιτροπῆς, γιά τά χρήματα τοῦ Ἀγῶνος, καί τόν στρατόν καί γενικῶς ἔδωσε σκληρή μάχη γιά ὅλα τά προβλήματα μέ σύνεση καί ὑπομονή. Πρυτάνευσε «ὁ ὑπέρ πάντων ἀγών διά τήν ἐλευθερίαν» καί στίς 10-2-1914 κηρύχθηκε «Αὐτόνομη Πολιτεία» ἐνῶ ὡρίσθη νά γίνη ἀνακήρυξη τῆς Αὐτονομίας ἐπίσημα τήν 17-2-1914[62] στό Ἀργυρόκαστρο ἀπό τήν ἐπίσημη Προσωρινή Κυβέρνηση μέ πρόεδρο τόν Γ. Ζωγράφο, καί πρῶτα μέλη τούς Μητροπολῖτες ∆ρυϊνουπόλεως Βασίλειο, Βελλᾶς Κονίτσης Σπυρίδωνα καί Κορυτσᾶς Γερμανό. Στή συγκινητική στιγμή πού ἡ Προσωρινή Κυβέρνηση τῆς Βορείου Ἠπείρου ὕψωνε τήν σημαία[63] τῆς Αὐτονόμου Ἠπείρου στό ἀνέβασμά της στόν ἱστό, γιά λίγο συναντήθηκε μέ τήν Ἑλληνική σημαία πού ὑποστελλόταν[64]. Στίς 16-2-1914 ὑψώθηκε ἡ σημαία στό ∆έλβινο, στίς 18 Φεβρουαρίου στήν Πρεμετή καί στίς 20 Φεβρουαρίου στό Λεσκοβίκι. 

Ἦταν πλέον γεγονός ἡ Αὐτονομία στή «Βόρειο Ἤπειρο» ὅπως ὀνομάσθηκε ἡ περιοχή μέ τήν διχοτόμηση τῆς Ἠπείρου μετά τήν ἀπόφαση τῶν Μεγάλων ∆υνάμεων μέ τό Πρωτόκολλο τῆς Φλωρεντίας 17-12-1913. Ἀλλά τί εἶναι ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ; Σύμφωνα μέ τό ∆ιεθνές ∆ίκαιο στούς νεώτερους χρόνους «εἶναι τό καθεστώς ὁρισμένων περιοχῶν ἑνός κυριάρχου κράτους νά κυβερνῶνται καί νά διοικοῦνται μέ δικά τους τοπικά ὄργανα»[65]. Στήν Εὐρώπη ἔχουμε τέτοιες αὐτόνομες περιοχές ὅπως: οἱ περιοχές Σικελίας, Σαρδηνίας, Τρεντῖνο, Ἄνω Ἀδίγης καί ἡ κοιλάδα τῆς Ἀόστης στήν Ἰταλία. Ἡ Καταλονία, ἡ Γαλικία καί ἡ χώρα τῶν Βάσκων στήν Ἰσπανία. Ἡ Σουηδική κοινότητα στήν Φινλανδία κ.ἄ. Ἡ Αὐτονομία τῆς Βορείου Ἠπείρου ὅμως εἶχε τραγικές ἐξελίξεις πού θά ἰδοῦμε στήν συνέχεια. 

Ἡ Ἑλληνική Κυβέρνηση, ὑποχρεωμένη πλέον ἀπό τά πράγματα νά σεβασθῆ τίς ἀποφάσεις τῶν Μεγάλων ∆υνάμεων, ἔδωσε ἐντολή νά ἀρχίση ἡ ἀποχώρηση τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ ἀπό τίς 16 Φεβρουαρίου καί ἡ παράδοση τῶν περιοχῶν θά γινόταν σέ τμήματα τῆς Ἀλβανικῆς Χωροφυλακῆς μέ ἐπικεφαλῆς Ὁλλανδούς ἀξιωματικούς ἀρχῆς γενομένης ἀπό τήν Κορυτσᾶ. 
Ἐνῶ στήν ∆υτική καί Κεντρική Βόρειο Ἤπειρο ἐπεβλήθη ἡ Αὐτονομία τῶν περιοχῶν, στήν Ἀνατολική Βόρειο Ἤπειρο πού εἶναι ἡ περιοχή τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κορυτσᾶς ὑπῆρχε ἀναβρασμός, πένθος καί ἀγωνία ἐπικρατοῦσε στήν πόλη τῆς Κορυτσᾶς. Ἡ Ἐθνική Ἐπιτροπή εἶχε διαλυθεῖ ὅπως καί ὁ Ἱερός Λόχος καί οἱ ντόπιοι στρατιῶτες τῶν ταγμάτων εἶχαν ἀποστρατευθεῖ[66]. Τήν νύκτα τῆς 16ης Φεβρουαρίου μέσα στήν παγερή σιωπή ἀκουγόταν στήν πόλη τῆς Κορυτσᾶς ἡ φωνή τοῦ κήρυκα πού ἀνακοίνωνε στούς κατοίκους:
«Τή ∆ευτέρα 17 Φεβρουαρίου οἱ Ἀλβανοί θά εἰσέλθουν στήν Κορυτσᾶ. Οἱ Χριστιανοί νά παραμείνουν στά σπίτια τους …»[67]. 

Τήν 17η Φεβρουαρίου εἰσῆλθε ἡ ἀλβανική χωροφυλακή μέ ἐπικεφαλῆς τόν Ἀλβανό Μουσταφᾶ Μπέη καί τόν Ὁλλανδό λοχαγό Giraldi καί παρέλαβε τήν Κορυτσᾶ ἀπό τόν Ἕλληνα Συνταγματάρχη Κοντούλη ὁ ὁποῖος ἀνεχώρησε γιά νά παραδώση τήν Ἐρσέκα καί τήν περιοχή Κολώνιας[68]. Μετά τήν παράδοση «Ἤδη ἀπό τοῦ ∆ιοικητηρίου κατεβιβάσθη ἡ κυανόλευκος καί ἀνεβιβάσθη ὁ ἀλβανικός κόρακας»[69]. 
Στίς 21 Φεβρουαρίου 1914 παρεδόθη ἡ περιοχή τῆς Κολώνιας. Ἔτσι σχεδόν ὅλη ἡ Μητροπολιτική Περιφέρεια Κορυτσᾶς περιῆλθε στήν Ἀλβανία. Ὁ Συνταγματάρχης Κοντούλης ἀπέστειλε στήν Ἑλληνική Κυβέρνηση τήν 18η Φεβρουαρίου 1914 τηλεγράφημα καί τήν ἐνημέρωσε γιά τήν τάξη πού δῆθεν ἐπικράτησε. Ὅμως δέν εἶναι αὐτή ἡ ἀλήθεια. Οἱ περισσότεροι ὑπάλληλοι τῆς Ἀλβανικῆς ∆ιοίκησης πού ἐγκατεστάθη στήν Κορυτσᾶ ἦταν οἱ ἴδιοι τῆς τουρκικῆς διοικήσεως πού ὑπῆρχε πρό τῆς ἀπελευθερώσεως καί οἱ κάτοικοι ἀπελπίστηκαν βλέποντες πάλιν τήν τουρκικήν ἀρχήν. Στήν ἀλβανική χωροφυλακή ὑπῆρχαν καί γνωστοί στούς κατοίκους λιποτάκτες τοῦ τουρκικοῦ στρατοῦ. Τήν ἀλβανική τρομοκρατία ἦρθαν νά συμπληρώσουν καί Κορυτσαῖοι Ἕλληνες στό γένος ἀλλά μέ ἀλβανική συνείδηση, ὅπως ὁ προτεστάντης Ντᾶκος, ὁ Γαλακτίων Τούρτουλης (κατά κόσμον Γεώργιος) μοναχός τῆς βουλγαρικῆς Ι. Μ. Ζωγράφου Ἁγίου Ὄρους, ἀδελφός τοῦ Μιχαήλ Βέη Τούρτουλη Ὑπουργοῦ τῆς Παιδείας στήν ἀλβανική Κυβέρνηση Βήδ. Ὁ Θεμιστοκλῆς Γέρμενλης διευθυντής ἀστυνομίας Κορυτσᾶς κ.ἄ. Ἡ ἀλβανική τρομοκρατία ἐφαρμόζεται παντοῦ καί ποικιλοτρόπως. 

Ἀναφέρουμε περιληπτικά γιά νά καταλάβουμε τήν δεινή θέση τῶν Ἑλλήνων Ὀρθοδόξων τά ἑξῆς: 
1. Ἡ ἀλβανική ἀστυνομία ἔδειρε καί ἐφυλάκισε μαθητάς γιατί φώναζαν τήν λέξη ἀέρα (ἰαχή τήν ὁποία ἄκουσαν ἀπό τούς Εὐζώνους). 
2. Ἐξυλοκοπήθησαν μαθηταί καί φυλακίσθηκαν γιατί μιλοῦσαν στό δρόμο Ἑλληνικά! καί ὄχι Ἀλβανικά. 
3. Στίς βαπτίσεις ἀξιώθηκε νά μπαίνουν ἀλβανικά ὀνόματα καί ὄχι ἑλληνικά. 
4. ∆έν ἐπετρέπετο ἐλεύθερη προσέγγιση τῶν Χριστιανῶν στήν Ἱ. Μητρόπολι. 
5. Ἀντιφρονοῦντες δάσκαλοι ξυλοκοπήθησαν μετά ὁμοφρόνων κατοίκων.
6. Κήρυκας τοῦ Ὁλλανδοῦ ∆ιοικητοῦ περιήρχετο τήν Κορυτσᾶν κηρύττων ἐπί ποινῇ νά κατεβοῦν οἱ ἑλληνικές ἐπιγραφές τῶν καταστημάτων καί νά ἀντικατασταθοῦν μέ ἀλβανικές. 7. Νά κατεβοῦν οἱ ἐπιγραφές τῶν οἰκιῶν, τά οἰκόσημα ἄνωθεν τῶν θυρῶν πού ἦταν ἑλληνικά. 
8. Νά ἀφαιρεθοῦν οἱ ἑλληνικές ἐπιγραφές ἀπό τούς χριστιανικούς τάφους καί νά ἁπαλειφθοῦν τά ἑλληνικά ἐπιγράμματα τά ὁποῖα συναντοῦμε[70] στήν Βόρειο Ἤπειρο ἐν ἀφθονίᾳ.

Στό ὄρος Μοράβα συγκεντρώθηκαν <1.500> ἔνοπλοι Τουρκαλβανοί, ἐνῶ οἱ ἀλβανίζοντες χριστιανοί ζητοῦσαν τήν εἰσαγωγή τῆς ἀλβανικῆς γλώσσης στήν Ἐκκλησία καί τά σχολεῖα. Ὅλα τά ἀναφερθέντα[71] ἐρέθιζαν τούς Ἕλληνες Ὀρθοδόξους καί συμπλήρωναν τήν ἀλβανική τρομοκρατία, ὑπό τοῦ ἰδίου τοῦ Ὁλλανδοῦ γενικοῦ ∆ιοικητοῦ Κορυτσᾶς Schneller, ὁ ὁποῖος παρέδωσε τήν 15η Μαρτίου 1914 τήν διοίκηση τῆς Κορυτσᾶς στόν πολιτικό διοικητή Ἀβδούλ βέη Ὕπης ἀπό τήν Στάρια Κολώνιας, παλαιό γνώριμο τῶν Κορυτσαίων, ὁ ὁποῖος κατέφθασε ἀπό τό ∆υρράχιο. Ἡ ἴδια ζοφερή εἰκόνα κακῆς διοικήσεως ἐπικρατοῦσε σέ ὅλη τήν ἐπαρχία, τήν ὁποία ὑπεδαύλιζαν καί οἱ ρωμανίζοντες δάσκαλοι στήν Μοσχόπολη. Οἱ συντεχνίες, οἱ ἀδελφότητες τῶν συλλόγων ἐνεκρώθησαν χωρίς συνεδριάσεις καί τό Λάσσον (Κοινοτικόν ταμεῖον) ἔμειναν ἀκέφαλα καί νεκρά. Ὁ Μητροπολίτης Κορυτσᾶς περιορισμένος ἀπό τήν Ἀλβανική Χωροφυλακή στό Μητροπολιτικό μέγαρο, ἦταν ἡ ζῶσα ψυχή τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί κατέβαλε πάντα ὑπεράνθρωπες προσπάθειες διά νά ὀργανώση καί διασώση ὅ,τι μποροῦσε καί ἡ κατάσταση ἐπέτρεπε. Προσέλαβε ὡς σωματοφύλακά του τόν ἔμπιστον Γεώργιον Σούλιον[72] ἀπό τό χωριό Ὁρμάν Τσιφλίκι πού ἔμελλε νά παίξη τόν σπουδαιότερο ρόλο στά ἑπόμενα γεγονότα μαζί μέ τόν ∆ημήτριο Ἰωάννου Τούσην, γνωστόν ὡς Κάλφα, καί λοιπούς ἄλλους. 

Ἐνῶ αὐτή ἦταν ἡ κατάσταση στήν Μητροπολιτική περιφέρεια Κορυτσᾶς, ἡ ἐξέγερση τῶν Βορειοηπειρωτῶν συγκλόνισε τό Πανελλήνιο[73]. Ἀπό τήν ἄλλη, ἡ Ἑλληνική Κυβέρνηση ἐπέβαλε ἀπαγόρευση τῶν συλλαλητηρίων καί ὅπου ἐπεχειρήθησαν ἀναγκάσθηκε μέ τήν ἐπέμβαση τῆς Ἀστυνομίας νά τά διαλύση[74]. Ὁ Εὐρωπαϊκός Τύπος, ὅμως, ἀφιέρωνε καθημερινά πολλά ἄρθρα γιά τήν δίκαιη ὑπόθεση τῶν Ἠπειρωτῶν καί ἐκτός τῶν ἄλλων ὑποστηριζόταν ὅτι ἡ Ἑλληνική Κυβέρνηση δέν ἔφερε καμιά εὐθύνη γιά τήν ἐξέγερση στή Βόρειο Ἤπειρο καί ὅτι ἄν λάβαινε μέτρα γιά τήν καταστολή της θά προκαλοῦσε τήν ἐξέγερση τῆς κοινῆς γνώμης. Πρᾶγμα πού ἔγινε, διότι ἡμεῖς δέν ἐξιστορήσαμε τά γεγονότα μέ λεπτομέρεια γιά τά μέτρα πού ἔλαβε «Ἕλληνες ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων … χάριν τῶν Εὐρωπαίων» γιατί προκαλοῦν ὄνειδος στό Ἔθνος τῶν Ἑλλήνων. 
Ὁ ἀνταποκριτής τῆς ἐφημερίδος «Χρόνος τῶν Παρισίων» τῆς 17ης Φεβρουαρίου 1914 ἔγραφε: «πιστεύω μέ ἐξαίρεση τούς πρέσβεις τούς ἐπιφορτισμένους μέ τή λύση τοῦ ζητήματος τῶν συνόρων τῆς Ἠπείρου καί τῆς Ἀλβανίας ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα γνωρίζει ὅτι ἡ Ἤπειρος εἶναι Ἑλληνική (…) ἄν κατάφερα νά συμβάλλω ἔστω καί ἐλάχιστα στήν ὑπεράσπιση τοῦ δικαιώματος τῆς ἐλευθερίας, τοῦ ὡραίου μεταξύ τῶν ὡραιοτέρων, θά νοιώσω τήν βαθύτερη ἐσωτερική χαρά»[75]. 
Ὁ ἀγγλικός τύπος σχολίαζε τά γεγονότα καί τά ἀπέδιδε στήν ἔλλειψη ἐγγυήσεων στούς Ἠπειρῶτες ἀπό τίς Μεγάλες ∆υνάμεις. Ὁ αὐστριακός καί ὁ ἰταλικός τύπος δέν δέχεται ὅτι εἶναι αὐθόρμητη ἡ ἐξέγερση. Ἡ Ἑλληνική Κυβέρνηση, πιεζόμενη, δέν εὐνοεῖ τό κίνημα, ἀπέστειλε πολεμικά πλοῖα πρός ἀποκλεισμόν τοῦ λιμένος τῶν Ἁγίων Σαράντα καί στήν Βουλή γίνονταν σφοδρές συζητήσεις. Τό Βορειοηπειρωτικό συζητήθηκε στήν Γαλλική Βουλή[76] καί ὁ πρωθυπουργός της εἰσηγήθηκε βοήθεια στήν Ἀλβανία καί στούς Ἠπειρῶτες ἐξασφάλιση τῶν δικαιωμάτων τους γιά εἰρήνη στήν περιοχή. Στήν Ἀλβανία σημειώθηκαν συγκρούσεις μεταξύ τῶν δυνάμεων τοῦ διορισμένου βασιλιᾶ Βήδ καί τῶν δυνάμεων τοῦ Ἐσάτ Πασᾶ. Ἡ προσωρινή Κυβέρνηση τῆς Βορείου Ἠπείρου κήρυξε «Γενική ἐπιστράτευση»[77] καί στήν Ἑλλάδα δημιουργήθηκαν ἐθελοντικά σώματα μέ πρῶτα τά σώματα ἐθελοντῶν τῆς Κρήτης[78] ἀπό σημαντικούς παράγοντες[79]. 

Ἀπό ὅλη τήν Ἑλλάδα κατέφθαναν ἐθελοντές στήν Βόρειο Ἤπειρο, στόν ἀγώνα τῆς ὁποίας προσέτρεξαν καί 120 ἀπό τήν Αἴγυπτο. Πολλοί ἀξιωματικοί καί ὁπλῖτες τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ προσχωροῦσαν στόν Βορειοηπειρωτικό ἀγῶνα καί κατατάσσονταν μέ τούς αὐτόνομους ἐθελοντές: Συγκινητική ἦταν ἡ ἀπόφαση τοῦ ὑπολοχαγοῦ Μ. Φουρίδη[80] πού μέ ἄλλους ἀξιωματικούς καί ὁπλῖτας κατέλαβαν πλοῖο τῆς γραμμῆς καί προσπάθησαν νά φύγουν ἀπό τόν ὅρμο τῆς Στυλίδος Λαμίας γιά τούς Ἁγίους Σαράντα. Μετά ὅμως ἀπό καταδίωξη τῶν ἑλληνικῶν ἀρχῶν συνελήφθησαν ἐκτός τοῦ ὑπολοχαγοῦ Φουρίδη. Μέ ἐλάχιστους συντρόφους του ἔφθασε στή Βόρειο Ἤπειρο, ὅπου διέπρεψαν στόν βορειοηπειρωτικό ἱερό ἀγῶνα. Μέ μεγάλες προσπάθειες τῆς Κυβερνήσεως Βορείου Ἠπείρου καί τῶν ἀξιωματικῶν πού ἦσαν ἐντόπιοι μαζί μέ τούς ἐξ Ἑλλάδος «λιποτακτοῦντες», ὀργανώθηκε ἀξιόμαχος αὐτονομιακός στρατός <10.000> ἀνδρῶν ἐφοδιασμένος μέ ὁπλισμό, κυρίως λάφυρα τοῦ τουρκικοῦ στρατοῦ, καί σέ πολλές περιπτώσεις κλεμμένο ἀπό τόν Ἑλληνικό στρατό ἀπό τούς «λιποτάκτες». 
Ἡ Μητροπολιτική Περιφέρεια Κορυτσᾶς ἦταν κατειλημμένη ἀπό τήν ἀλβανική χωροφυλακή πλήν τῆς περιοχῆς Λεσκοβικίου. 

Ὁ Μητροπολίτης Κορυτσᾶς Γερμανός μέ τόν συνεργάτη του Γεώργιο Σούλιο καί τόν ∆ημήτριο Ἰωάννου Τούση (Κάλφαν)[81] ὀργάνωσαν τήν ἐξέγερση τῆς Κορυτσᾶς. 
Οἱ δύο τελευταῖοι συνεννοήθηκαν μέ τόν Λουκᾶ Πέτρου, ἀπό τό χωριό Μπελοβόντα, πού ἔκοψε τήν τηλεφωνική ἐπικοινωνία μέ τήν Ἐρσέκα. Περίμενε, ἔτσι τόν Γ. Σούλιο νά δώση τό σύνθημα γιά νά ἐπιτεθῆ ἀπό τήν δυτική πλευρά τῆς πόλεως Κορυτσᾶς. Τήν ἴδια στιγμή ἐκόπησαν τά σύρματα ἐπικοινωνίας μέ τό Πρόγραδετς στό χωριό Βουλγαρέτσι ἀπό τόν παπᾶ-Ἀλέξιο[82]. Ὁ διάκονος Βασίλειος Γκιώνης ἐπικεφαλῆς ὁμάδος ὑπερασπίζετο τόν Ἱερόν Ναόν Ἁγίου Γεωργίου. Τήν νύκτα τῆς 19ης Μαρτίου περί τήν 4η πρωϊνήν, 20 Μαρτίου 1914 δίδεται τό σύνθημα ἀπό τόν Γεώργιο Σούλιο ὁ ὁποῖος κατέλαβε τό ὕψωμα τοῦ Προφήτου Ἠλία καί μία ἄλλη ὁμάδα του ἔφθασε στόν Ἱ. Ναόν Ζωοδόχου Πηγῆς, ὅπου ἄρχισε νά κτυπᾶ τίς καμπάνες. Ὅλοι οἱ Ἱερολοχῖτες πού εἶχαν κρυμμένα τά ὅπλα των βγῆκαν στήν πόλη καί γενικεύθηκε ἡ ἐξέγερση παντοῦ. Ἀπό τόν χριστιανικό συνοικισμό τό ἕνα στρατόπεδο καί ἀπό τόν μουσουλμανικό τό ἄλλο[83]. 
Ὁ Γεώργιος Σούλιος μετά τῶν ἐνόπλων εἰσῆλθε εἰς τό κέντρον καί ἐπιχείρησε νά καταλάβη τήν Ἀστυνομική ∆ιοίκηση ὅπου τραυματίσθηκε ἀπό τόν Ὁλλανδό ταγματάρχη Σνέλλερ. Ὁ Γ. Σούλιος ἐτέθη ἐκτός μάχης καί αὐτό ἐπηρέασε πολύ τήν ἔκβαση τῆς ἐξεγέρσεως. Ὁ Τουρκαλβανός ∆/τής Ἀβδούλ Βέης μέ τόν ἀλβανιστή ἀρχιαστυνόμο Θεμιστοκλῆ Γερμενλῆ ἐπέστρεψαν ἀπό κοντινό μουσουλμανικό χωριό, ὅπου εἶχαν καταφύγει, κατέφθασαν στήν Μητρόπολη καί μετά τοῦ Μητροπολίτου Γερμανοῦ μετέβησαν στό ∆ιοικητήριο γιά νά ἠρεμήσουν τήν κατάσταση. Ὅμως δέν πέρασαν δύο ὧρες καί Τουρκαλβανός κρυμμένος σέ οἰκία[84] ἀπέναντι ἀπό τόν Ἱερό Ναό Ἁγίου Γεωργίου τουφέκισε τόν ∆ιάκονο Βασίλειο Γκιώνη[85], ὁ ὁποῖος ἔπεσε ἄπνους καί ἔμεινε ἄταφος ἐπί τέσσαρας ἡμέρας. Ἄρχισε τότε γενική σύρραξη Ἑλλήνων καί Τουρκαλβανῶν. Τήν ἀρχηγία μετά τόν τραυματισμό τοῦ Γ. Σούλιου ἀνέλαβε ὁ ἀνθυπασπιστής τοῦ στρατιωτικοῦ νοσοκομείου Ἀνδρέας Παπαδάκης «προσελθών εἰς τήν Ἱ. Μητρόπολιν ἀπέβαλε τάς ἐπωμίδας καί τό ἐπί τοῦ πηληκίου αὐτοῦ στέμμα καί ἐδήλωσεν, ὅτι θά ἑνωθῇ μετά τῶν ἐπαναστατῶν»[86]. Συνέταξε περίπου <30> ἱερολοχίτας καί ἀνῆλθεν ἄνωθεν τῆς Κορυτσᾶς στό ὄρος Μοράβα γιά νά ἔλθη σέ συννενόηση γιά τήν βοήθεια τήν ὁποία ἀνέμενον ἀπό τήν κώμην τῆς Βιγλίστης, ὅπου εἶχαν συγκεντρωθεῖ ἀρκετοί ἀξιωματικοί καί ὁπλῖτες τῶν ταγμάτων κατοχῆς καί συνεχῶς κατέφθαναν ἐθελοντές Κορυτσαῖοι ἀπό τήν Θεσσαλονίκη καί ἄλλοι Ἕλληνες ἀπό ὅλη τήν ἐλεύθερη Ἑλλάδα[87]. Ὁ Ἀνδ. Παπαδάκης ἐπέστρεψεν στήν πόλη τῆς Κορυτσᾶς τήν ἑπομένη ἡμέραν καί διέδιδε ὅτι καταφθάνουν ἐνισχύσεις. Τήν τρίτη ἡμέρα Σάββατο (Πέμπτη ἄρχισε ἡ ἐπανάσταση) κατέφθασε ὁ λοχαγός Γεώργιος Μαυρατζᾶς μέ <150> ἐθελοντάς καί συνῆψε στίς παρυφές τῆς πόλεως σφοδρή μάχη κοντά στόν Προφήτη Ἠλία ὅπου καί τραυματίσθηκε. Ὁμάδα τῶν ἐθελοντῶν ἔφθασε στήν Μητρόπολι καί ὁ Κορυτσαῖος ἐθελοντής Σταῦρος Σαμαρᾶς[88] ἔστησε τήν σημαία τῆς Αὐτονόμου Β. Ἠπείρου. 
Ἡ μάχη γενικεύτηκε γύρω ἀπό τήν συνοικία τῶν Ρωμανιζόντων Βλάχων[89] στόν Προφήτη Ἠλία οἱ ὁποῖοι ἀντιστάθηκαν μετά τῶν Τουρκαλβανῶν. Ἀνετράπησαν ὅμως γρήγορα καί φονεύθησαν μερικοί βλάχοι, μεταξύ αὐτῶν καί ὁ καθῃρημένος Παπαλάμπρος. Οἱ Τουρκαλβανοί ὑπεχώρησαν στόν νοτιοδυτικό τομέα πού κατοικοῦνταν ἀπό μουσουλμάνους. Οἱ Ἕλληνες δέν ἔλαβαν ἐνισχύσεις, ἄρχισαν μάλιστα νά τελειώνουν τά πυρομαχικά των. Ὁ τραυματισθείς λοχαγός Μαυρατζᾶς καί ὁ Ἀν. Παπαδάκης ὑποχώρησαν πρός τό ὄρος Μοράβα ἄνωθεν τῆς πόλεως Κορυτσᾶς. Οἱ ἐντόπιοι Τουρκαλβανοί ἑνωθέντες μέ τούς Τουρκαλβανούς Γκέγκηδες (Ἀλβανοί τοῦ Βορρᾶ) ἔσπειραν τόν τρόμο καί ἐφόνευαν καί αὐτές τίς γυναῖκες[90] πού προσπαθοῦσαν νά πάρουν νερό μέ σκεύη γιά τίς οἰκιακές ἀνάγκες. 
Τήν τετάρτη ἡμέρα τῆς ἐπαναστάσεως, ἡμέρα Κυριακή, ἐσίγησαν καί οἱ τελευταῖοι πυροβολισμοί καί τήν ἑπομένην, ἡμέρα ∆ευτέρα, οἱ Ὁλλανδοί ἀξιωματικοί μέ τούς ἀλβανίζοντας Κορυτσαίους πού πολέμησαν κατά τῶν Ἑλλήνων, οἱ Ντάκος, Νικόλαος Ρώδης[91], Θεόδωρος Κώτης, Ἠλίας Γραμμένος[92], συνέλαβαν τόν Μητροπολίτην Γερμανόν τόν ἔκλεισαν στήν φυλακή στό Ἐλβασάν μαζί μέ τούς Βασίλειον Σύγκελλον, Βασίλειον Κόντην, δικηγόρο, Ἐφραίμ Γκίνην, ἐπιθεωρητήν Σχολείων, Χαράλαμπον ∆άρδαν, ἰατρόν. Μετά ἀπό μίαν ἡμέραν μετέφεραν στίς φυλακές Ἐλβασάν καί ἄλλους ἐπιφανεῖς Κορυτσαίους[93]. 
Στήν Κορυτσᾶ οἱ Τουρκαλβανοί ἐλεηλάτουν ἐπιφανεῖς Κορυτσαίους καί ἀφοῦ τούς ἀφαιροῦσαν πολύτιμα εἴδη καί λίρας[94] τούς ἐφόνευαν μπροστά στούς οἰκείους του, ἐνῶ <600> ἐφυλακίσθηκαν. Συνελάμβανον συνεχῶς ἱερεῖς, καθηγητάς, δασκάλους, καί μετά ἀπό βασανιστήρια στή φυλακή Κορυτσᾶς ἄλλους ἔκλεισαν στίς φυλακές Βερατίου καί ἄλλους στήν Αὐλώνα[95]. Ἐξεδιώχθη ἡ αἱρετή δημογεροντία, καταργήθηκαν ὅλα τά κοινωνικά σωματεῖα καί οἱ ἀλβανίζοντες προδόται Κορυτσαῖοι οἱ: 
Μοναχός Γαλακτίων Τούρτουλης, 
Εὐθύμιος Μάρκου, 
Ἀθανάσιος Βήσου παπᾶ καί ἄλλοι ἐν συνόλῳ <10> ἀλβανίζοντες Κορυτσαῖοι ἐγκατεστάθησαν εἰς τήν Μητρόπολιν. 
Στίς τέσσερες ἡμέρες τῆς ἐπαναστάσεως ἐφονεύθησαν[96] <114> Ἕλληνες καί τήν τετάρτη ἡμέρα περισυνελλέγοντο ἀπό τούς δρόμους καί ἐθάπτοντο. Οἱ καταστροφές ἀπό τίς πυρπολήσεις τῶν Ἀλβανῶν συμπλήρωναν τήν ὅλη ζοφερή εἰκόνα τοῦ χριστιανικοῦ πληθυσμοῦ. 
Ὁ μοναχός Γαλακτίων Τούρτουλης, ὡς πρόεδρος τῆς ὑπ’ αὐτοῦ ἐκλεχθείσης «δημογεροντίας», ἀποτελουμένη ἀπό τούς συνοδοιπόρους ἀλβανίζοντας ἐτέλεσαν «∆οξολογίαν» ἀλβανικά ὑπέρ τοῦ Βασιλέως τῶν Ἀλβανῶν Βήδ καί ἀπαγόρευσαν τήν ἑλληνική γλῶσσαν στήν θεία λατρεία! Τήν 7η Ἰουνίου[97] πού ξέσπασε τό κίνημα τῶν φανατικῶν μουσουλμάνων τοῦ Ἐσάτ Πασᾶ ἀπελευθερώθηκαν ἀπό τίς φυλακές ὁ Μητροπολίτης Γερμανός καί οἱ μετ’ αὐτοῦ. 

Ἐν τῷ μεταξύ οἱ Αὐτονομιακοί Ἠπειρῶτες εἶχαν συνεχεῖς ἐπιτυχίες καί οἱ Ἀλβανοί ἀναγκάσθηκαν νά συρθοῦν στήν Κέρκυρα 5/17 Μαΐου 1914 καί νά ὑπογράψουν τό λεγόμενον «Πρωτόκολλον τῆς Κέρκυρας»[98]. Τό πρωτόκολλον τῆς Κέρκυρας ὑπεγράφη μεταξύ τῆς Αὐτονόμου Κυβερνήσεως Ἠπείρου καί τῆς ∆ιεθνοῦς Ἐπιτροπῆς Ἐλέγχου τῆς Ἀλβανίας πού ἀποτελοῦνταν ἀπό τούς ἀντιπροσώπους τῶν Μεγάλων ∆υνάμεων (Ἀγγλίας, Γερμανίας, Αὐστρίας, Γαλλίας, Ρωσίας, Ἰταλίας) καί τόν εἰδικό ἀντιπρόσωπο Ἀλβανίας Medhi Fracheri[99]. Ἀποτελεῖται ἀπό 16 «∆ιατάξεις» μέ τίς ὁποῖες παρεχωρήθη πλῆρες καθεστώς αὐτονομίας (ἐκπαιδευτικῆς, θρησκευτικῆς, δικαστικῆς, διοικητικῆς), ἀναγνώριζε εἰδικά προνόμια στήν περιοχή Χειμάρρας[100] καί τά χωριά της πού ἀναφέρονται ὀνομαστικά. Τό πρωτόκολλον Κερκύρας ἀναγνώριζε τήν Ἑλληνικότητα τῆς Βορείου Ἠπείρου, ὅριζε οἱ κάτοικοί της νά ὀνομάζονται Ἠπειρῶτες καί ὄχι Ἀλβανοί. 

Στίς 10 Ἰουνίου 1914 ἡ Ἀλβανία ἀναγνώρισε τήν συμφωνία τῆς Κέρκυρας «ἐξ ὁλοκλήρου καί ἄνευ ὅρων»[101] καί στίς 12 Ἰουνίου 1914 ἀνακοινώθηκε στήν Κυβέρνηση τῆς Βορείου Ἠπείρου ἀπό τήν ∆ιεθνῆ Ἐπιτροπή Ἐλέγχου τῆς Ἀλβανίας ἡ ἀποδοχή τοῦ Πρωτοκόλλου τῆς Κερκύρας. 
Στίς 19 Ἰουνίου 1914 οἱ Μεγάλες ∆υνάμεις ἀνακοίνωσαν[102] στήν Ἑλλάδα τά συμφωνηθέντα μέ τό Πρωτόκολλον τῆς Κερκύρας. 

Στήν Ἀλβανία ἡ κατάσταση ἦταν χαώδης μέ δύο Κυβερνήσεις: τοῦ Ἐσάτ Πασᾶ πού ὑποστηριζόταν ἀπό τούς Ἰταλούς, καί τοῦ Βασιλέως Βήδ πού ὑποστηριζόταν ἀπό τήν Αὐστρία. Οἱ δύο ἀντίπαλοι ὀπαδοί ἀλληλοσυγκρούονταν καί ὁ Ἐσάτ Πασᾶς ἐξορίσθηκε στήν Ἰταλία. Οἱ ὀπαδοί του ὅμως ἐπιβάλλονταν διά συνεχών μαχῶν καί στίς 3-9-1914 παραιτήθηκε[103] ὁ βασιλεύς τῶν Ἀλβανῶν Βήδ καί ἀναχώρησε διά τήν πατρίδα του Γερμανία. Οἱ Ὁλλανδοί ἀξιωματικοί δέν μποροῦσαν (ἤ δέν θέλησαν;) νά τιθασεύσουν τούς φυλάρχους Ἀλβανούς οἱ ὁποῖοι ἐπετίθεντο συνεχῶς στόν Αὐτονομιακό Στρατό καί ἡ τήρηση τοῦ Πρωτοκόλλου τῆς Κέρκυρας δέν γινόταν σεβαστή ἀπό τούς Ἀλβανούς. Οἱ ἐπιθέσεις ἦταν συχνές καί ἀποκρούονταν ἀπό τούς Ἠπειρῶτες νικηφόρως. Στήν Μητροπολιτική Περιφέρεια Κορυτσᾶς συνεχῶς συγκεντρώνονται ἐθελοντικά σώματα· στήν Βίγλιστα καί στά ἑλληνικά σύνορα, παρ’ ὅτι ἡ Ἑλληνική Κυβέρνηση ἀντετίθετο, οἱ «λιποταξίες» ἀξιωματικῶν καί ὁπλιτῶν ἀπό τόν Ἑλληνικό στρατό ἦταν πολλές. Τά ἀνταρτικά σώματα ἦσαν ὅλα ὑπό τήν ἡγεσίαν τοῦ Τσόντου Βάρδα Μακεδονομάχου[104] ταγματάρχου, ὁ ὁποῖος ἐπανειλημμένως ζήτησε τήν παράδοση τῆς Κορυτσᾶς σύμφωνα μέ τό Πρωτόκολλον Κερκύρας. Οἱ ἀλλεπάληλες προθεσμίες πού ἔληξαν ἀνάγκασαν τόν Τσόντο Βάρδα νά ἐπέμβη σέ συνεννόηση μέ τήν Ἠπειρωτική Κυβέρνηση τήν ὁποίαν συντόνιζε ὁ Κορυτσαῖος ∆ημ. Μούλας σέ γραφεῖο πού ἔστησε στήν Καστοριά.

Ὁ Τσόντος Βάρδας διέταξε ὅλα τά ἀνταρτικά σώματα νά ἐπιτεθοῦν σέ ὅλη τήν γραμμή τῶν συνόρων ἀπό τήν Πρέσπα ἕως τήν περιοχή Ἐρσέκας. Ὁ ἀγώνας διεξήχθη σφοδρός σέ ὅλα τά πεδία τῶν μαχῶν καί οἱ Τουρκαλβανοί ἐτράπησαν εἰς φυγήν. Στίς 24 Ἰουνίου 1914 ἀπελευθερώθηκε ἡ Κορυτσᾶ[105]. Οἱ μάχες συνεχίσθηκαν καί σέ λίγες ἡμέρες οἱ Τουρκαλβανοί ὀπισθοχώρησαν στό Πόγραδετς, ἀπό τήν βορειοανατολική πλευρά. Στόν κεντρικό τομέα τά αὐτονομιακά στρατεύματα ἔφθασαν μέχρι τήν περιοχή Βερατίου καί στίς 16-9-1914 κατέλαβαν τό Βεράτιον[106] ἀπό τό ὁποῖον μετ’ ὀλίγον ὑποχώρησαν. Ἐνῶ αὐτά συνέβαιναν στά πεδία τῶν μαχῶν, κηρύχθηκε ὁ Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος[107] στίς 15 Ἰουλίου 1914 γεγονός πού ἄλλαξε τά δεδομένα στό βορειοηπειρωτικό ζήτημα. Ὁ Πρῶτος Παγκόσμιος Πόλεμος βρῆκε τήν Εὐρώπη διῃρημένη σέ δύο στρατόπεδα. 
Τό ἕνα ἀποτελοῦσε τήν Τριπλῆ Συννενόηση – Ἀντάντ (Ἀγγλία – Ρωσία – Γαλλία), τό ἄλλο τήν Τριπλῆ Συμμαχία (Γερμανία – Αὐστροουγγαρία – Ἰταλία) [108]. 
Ἡ Ἑλληνική Κυβέρνηση πέτυχε τήν ἐξουσιοδότηση[109] τῆς Ἀντάντ νά ἀνακαταλάβη ὁ Ἑλληνικός Στρατός τήν Βόρειο Ἤπειρο (13 Ὀκτωβρίου – 1 Νοεμβρίου 1914) γιά νά ἐπιβάλλη ἀθόρυβα τήν τάξη. 
Ὅμως μετά ἀπό λίγες ἡμέρες ἡ Ἰταλία (30-10-1914 κατέλαβε[110] τό νησί Σάσωνα στόν ὅρμο τῆς Αὐλώνας καί στίς 25-12-1914 κατέλαβε τήν Αὐλώνα μέ μυστική συμφωνία μέ τήν Γαλλία – Ἀγγλία – Ρωσία. 
Στήν Ἑλλάδα τήν 31-5-1915 διεξήχθησαν ἐκλογές καί στήν ἐνσωματωθεῖσα Βόρειο Ἤπειρο ἐξελέγησαν 15 βουλευτές Βορειοηπειρῶτες ἐκ τῶν ὁποίων (5) ἦσαν ἀπό τήν περιοχή Κορυτσᾶς: Κ. Πολένας, Σ. Χαρισιάδης, Κ. Σκενδέρης, Εὐκλ. Σῶμος, Λ. Ζῆκος[111]. 
Στίς 22-9-1915 παραιτήθηκε ἡ κυβέρνηση Βενιζέλου καί ἐπῆλθε ρήξη μετά τοῦ Βασιλέως Κωνσταντίνου. Στίς 6-12-1915 διεξήχθησαν ἐκλογές πάλι στήν Ἑλλάδα, στίς ὁποῖες τό κόμμα τῶν Φιλελευθέρων δέν ἔλαβε μέρος. Ἔτσι ἐπῆλθε ὁ ∆ιχασμός στήν Ἑλλάδα
Στίς 20-3-1916 δημοσιεύθηκαν δύο βασιλικά διατάγματα τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως Σκουλούδη, πού κήρυσσαν ἐπίσημα τήν προσάρτηση τῆς Βορείου Ἠπείρου στήν Ἑλλάδα[112]. Ἦταν τραγικό λάθος ἀπό ἑλληνικῆς πλευρᾶς γιά αὐτό μετά ὀλίγον χρόνον ἀναγκάσθηκε νά ὑποχωρήση. 
Ἡ Ἀλβανία ἀπό τόν βορρᾶ καταλήφθηκε ἀπό τούς Αὐστριακούς καί τούς Βουλγάρους, δυτικά ἀπό τούς Ἰταλούς. 
Ἡ Ἰταλία μέ διάφορες προφάσεις ἀπό τόν Αὔγουστο τοῦ 1916 ἕως τίς 13-6-1917 κατέλαβε τήν δυτική καί κεντρική Β. Ἤπειρο καί ἵδρυσε τήν «Ἀλβανική ∆ημοκρατία τοῦ Ἀργυροκάστρου». Ἡ Γαλλία κατέλαβε τήν Ἀνατολική Βόρειο Ἤπειρο καί ἐγκατέστησε τήν προσωρινή «∆ημοκρατία τῆς Κορυτσᾶς»[113]. Οἱ ἑλληνικές ἀρχές καταργήθηκαν, ὅλα τά ἑλληνικά σχολεῖα ἔκλεισαν. Πρόεδρος τῆς ∆ημοκρατίας Κορυτσᾶς τοποθετήθηκε ἀπό τούς Γάλλους ὁ ἐξωμότης γνωστός ἀλβανιστής Θεμιστοκλῆς Γερμενλῆς[114], ὁ ὁποῖος στίς 3-10-1918 ἐκτελέσθηκε ὡς προδότης μέ ἀπόφαση τοῦ συμμαχικοῦ Στρατοδικείου[115]. 

Μητροπολιτική Περιφέρεια Κορυτσᾶς, πού ἐκτείνεται ἀπό τό Πόγραδετς μέχρι τήν περιοχή τοῦ Λεσκοβικίου, κατά τήν περίοδο τοῦ ἔτους 1916 εὑρίσκεται κατακτημένη καί διηρημένη· στό βόρειο τμῆμα της οἱ ἐπαρχίες Ὀπάρεως, Μοσχοπόλεως, Σταρόβας – Πογραδετσίου λυμαίνονται ἀπό τουρκαλβανικά ἔνοπλα τμήματα πού εἰδικά ἐκπαίδευσαν οἱ Αὐστριακοί[116] καί τά ὅπλισαν συγχρόνως. ∆ροῦσαν στό Β.Α. τμῆμα τῆς περιοχῆς (Μάλκας, Σβαρίστη καί συνοδεία), στό δυτικό τμῆμα Ὀπάρεως (Κάγιος καί λοιποί) στό ἕτερον τμῆμα Ὀστροβίτσας, Φράσσαρης Κολώνιας καί Ν.∆. (Σαλῆ Μπούτκας καί ἄλλοι). Ὅλοι αὐτοί, πρώην φυγόδικοι, φυγόπονοι καί λιποτάκται τοῦ τουρκικοῦ στρατοῦ βαθύτατα ἐξωμόται, τώρα εὕρισκαν στέγην δῆθεν ἐθνικήν ἀλβανικήν[117]. 
Συνεργάτης ὅλων αὐτῶν ὁ φιλαλβανός Θεμιστοκλῆς Γερμενλῆς ἤ Germenis, ὅπως ὑπέγραφε, ἀπό τό ἑλληνικό χωριό Γερμένη τῆς Κολώνιας. Ὅλοι αὐτοί ὀργανώνονταν ἀπό τούς Αὐστριακούς καί κατηχοῦνταν κατάλληλα ὅτι ὡς Ἀλβανοί δῆθεν ἔπρεπε νά διώξουν τούς Γάλλους καί τούς Ἕλληνες. Αὐτά τά τμήματα ὄργωναν καί ἐτρομοκράτουν τήν ὕπαιθρον, ἐνῶ ἡ Γαλλική κατοχή περιωρίζετο εἰς τήν πόλιν καί κωμοπόλεις τῆς Κορυτσᾶς μέ τούς Γάλλους νά συνεργάζονται μετά τῶν ἐλαχίστων Κορυτσαίων πού εἰσχώρησαν στό Βενιζελικό κίνημα. 
Γερμανοί, Αὐστριακοί καί Βούλγαροι ἀξιωματικοί περιδιαβαίνουν συνεχῶς τήν Κορυτσᾶ κινούμενοι σέ διάφορα σημεῖα: Ἰωάννινα, Μοναστήριον – Θεσσαλονίκην κ.ἄ. ἐργαζόμενοι ὑπέρ τῶν Ἀλβανῶν. 

Κατά τά μέσα τοῦ 1916 ἕως τίς ἀρχές Σεπτεμβρίου ὁ ληστοσυμμορίτης Σαλῆ Μπούτκας λεηλάτησε τά Βακουφοχώρια, Τρέσκα, Τρεμπίτσκα, Κατοῦντι, Ὀργότσισκα, Γραμπίσκα, Στρατομπέρδα, Παναρίτη, Στίκα, Μπέζανη καί ὕψωσε τήν ἀλβανική σημαία. Οἱ κάτοικοι ἀντιστάθηκαν ἀλλά ὑπέκυψαν στήν ὑπέρτερη δύναμη τῶν Τουρκαλβανῶν. Ἀκολούθησαν καί τά ἄλλα χωριά, Μάργιανη, Τούνταση, Λιάβδαρη[118] πού πυρπολήθησαν μέ ἀγριότητα. Τήν ἴδια τύχη εἶχαν τά χωριά Κινήκασι, Κουτσάκα, Πουνμίρα ἀπό τόν ληστοσυμμορίτην Σαλῆ Μπούτκα τελῶν ὑπό τάς ὁδηγίας τῶν Αὐστριακῶν[119].

Sali Butka
Μοσχόπολις ἀπέμεινε ἀκόμη καί ἐστέλνοντο πανταχόθεν μηνύματα ὅτι θά κατεστρέφετο, ἐάν δέν προσχωροῦσε στούς Τουρκαλβανούς. Ἐζήτων ἐπειγόντως βοήθεια οἱ Μοσχοπολῖται ἀποκομμένοι μέσα στά βουνά (γιά ὅσους δέν γνωρίζουν τήν περιοχή περιβάλλεται γύρω ἀπό μουσουλμανικά χωριά ἐξωμοτῶν) ἀπό τίς Γαλλοβενιζελικές Ἀρχές τῆς Κορυτσᾶς. 
Οἱ Γαλλοβενιζελικές ἀρχές τῆς Κορυτσᾶς ἀπεφάσισαν νά στείλουν ἀπόσπασμα 80 ἀνδρῶν «φύρδην μίγδην ἐστρατολογημένων ἔνθεν κἀκεῖθεν ἐπί μισθῷ, ἀνέργων ἐν πολλοῖς καί φυγοδίκων, ἐπαναπαυομένων εἰς ἐπίμετρον καί μεγαλαυχούντων, ὡς φερόντων ἤδη χρῖσμα στρατιωτῶν τῆς Ἐθνικῆς Ἀμύνης»[120]. Εἰς τους ἄνω προσετέθησαν καί 30–40 ἔνοπλοι Μοσχοπολῖται ἀνεκπαίδευτοι. Ἔπρεπε νά ἀντιπαραταχθοῦν ἀπέναντι σέ ἕνα τακτικόν στρατόν αὐστρο-γερμανο-βουλγαρικόν πλήρως ἐξοπλισμένον, δωδεκαπλάσιον τόν ἀριθμόν καί συνεπικουρούμενον ἀπό ἔνοπλον συμμορίαν τοῦ Σαλῆ Μπούτκα τουλάχιστον <300> καί πλέον ἀνδρῶν. 

Τήν 15η Ὀκτωβρίου 1916, καί ἐνῶ στήν αἴθουσα τοῦ ∆ημαρχείου Μοσχοπόλεως συνεσκέπτοντο οἱ Μοσχοπολῖται μετά τῶν ἀρχηγῶν τῶν ἀνδρῶν τῆς Ἐθνικῆς Ἀμύνης, προσῆλθε ἀγγελιοφόρος μέ ἐπιστολή[121] τοῦ Σαλῆ Μπούτκα ἀπό τό πλησίον χωρίον τῆς Λιαβδάρεως καί ἐκάλει τούς Μοχοπολίτας νά ὑψώσουν τήν ἀλβανικήν σημαίαν ἐν ὀνόματι τῆς Ἀλβανίας. Ἀπερίσκεπτα οἱ ἄνδρες τῆς Ἐθνικῆς Ἀμύνης ἀπήντησαν «ἤλθομεν νά πολεμήσωμεν εἶπον ὁμοφώνως καί, ἅμ’ ἔπος ἅμ’ ἔργον, ὑπηγόρευσαν, ἀπέστειλον ἐπιστολήν» στόν ληστοσυμμορίτη Μπούτκα χωρίς νά λάβουν κἄν ὑπ’ ὄψιν, ὅτι πίσω ἀκριβῶς ἀπ’ αὐτόν ὑπῆρχε ὁ ὀργανωμένος στρατός τῶν Αὐστρο-Γερμανο-Βουλγάρων πού ἀντιπαρατασσόταν στούς Γαλλοβενιζελικούς. Τήν 16η Ὀκτωβρίου Κυριακήν ὥραν 10η ἐνεφανίσθη ἕνα ἀναγνωριστικό ἀεροπλάνο «τό ὁποῖον ἔκανε γύρους ὑπεράνω τῆς Μοσχοπόλεως … κατώπευσε τήν πόλιν καί εἶδε ὅτι δέν ἐφρουρεῖτο ἐπαρκῶς. Κατόπιν τούτου εἰδοποίησε τόν ἐπικεφαλῆς τῆς συμμορίας (Σαλῆ Μπούτκαν) νά καταλάβῃ αὐτήν»[122]. 
Ἀπό ὅλα τά σημεῖα ἔγινε ἡ ἐπίθεση καί μόλις ἔπεσε νύκτα τά πυρομαχικά ἐτελείωσαν, οἱ ἄνδρες τῆς Ἐθνικῆς Ἀμύνης ἄπειροι ὑποχώρησαν, ἐκτός δύο πού αἰχμαλωτίσθησαν, ἔφυγαν πρός Κορυτσᾶν ἐγκαταλείποντες τήν Μοσχόπολιν εἰς τό ἔλεος[123] τοῦ Σαλῆ Μπούτκα. Ὁ ἐξανδραποδισμός ἦτο ὁλοκληρωτικός. Βοήθεια τῶν Γαλλοβενιζελικῶν πού ἐστάλη ἀπό τήν Κορυτσᾶν ἔφθασε ἕως τό χωριό Γκιονομάδι εὗρε ἀντίσταση καί ἐπέστρεψε πίσω. Ἐπί τέσσερες ἡμέρες ὁ Σαλῆ Μπούτκα ὁλοκλήρωσε τήν τελική καταστροφή. Ἡ πόλη κάηκε χωρίς νά ἀπομείνη κανένα κτίριο ἐκτός μερικῶν Ἱ. Ναῶν. Πάρα πολλοί Μοσχοπολῖται φονεύθηκαν μέσα στά σπίτια των, ὑπερήλικες ρίφθηκαν ἀπό τούς ληστοσυμμορῖτες μέσα στίς φλόγες (διεσώθησαν τά ὀνόματα ἀρκετῶν). Ἔφευγε ὁ κάθε ἕνας ὅπου μποροῦσε. Ἕνας μεγάλος ἀριθμός συγκεντρώθηκε στήν Ἱ. Μονή τοῦ Ἁγίου Προδρόμου. Ἐκεῖ ὁ Τουρκαλβανός Μπούτκας (ἀπόγονος ἐξωμοτῶν τοῦ χωριοῦ Μπούτκα) ἀφοῦ ἀπεγύμνωσε τούς πάντας ἀπό ὅ,τι πολύτιμο, χρήματα, ὡρολόγια μέχρι τά ροῦχα πού φοροῦσαν (εἶναι πολυσέλιδες οἱ περιγραφές τῶν ἱστορικῶν) μετά ἔδεσε τούς ἄνδρας ἀνά τρεῖς καί τούς ἔβγαλε μέσα στό ψῦχος ἔξω ἀπό τήν Ἱ. Μονήν ὅπου ἐξ αὐτῶν δύο μόνον δραπέτευσαν, ὅλοι οἱ ἄλλοι, ἀφοῦ ἐβασανίστηκαν, μετά ἐτουφεκίσθησαν. Ἐκ τοῦ πλήθους διεσώθησαν τρεῖς οἱ ὁποῖοι ἡμίγυμνοι κατόρθωσαν νά ξεφύγουν καί μετά τρεῖς ἡμέρες διέφυγαν στήν Κορυτσᾶ. Ὁ Σαλῆ Μπούτκας ἐγέμισε σακκιά ἀπό τά λάφυρα, ἀπεγύμνωσε τό Μοναστήρι τοῦ Ἱ. Προδρόμου, συνέχιζε ἐπί τέσσερες ἡμέρες τήν λεηλασία καί πυρπόληση τῆς Μοσχοπόλεως. Τήν τετάρτη ἡμέρα ἐνεφανίσθησαν στήν Μοσχόπολιν Αὐστριακοί ἀξιωματικοί «οἱ ὁποῖοι ἐξέφρασαν κατάπληξιν καί ἀγανάκτησιν ἐπί τοῖς γενομένοις, ἐζήτησαν νά παρουσιασθῇ ὁ ἀρχηγός τοῦ τμήματος, Μπούτκας»[124]. 
Ὁ Μπούτκας παρουσιάσθηκε στούς πάτρωνές του καί δικαιολογήθηκε παρουσιάζοντας τήν ἀπαντητικήν ἐπιστολήν τῶν Μοσχοπολιτῶν καί ἀκόμη μίαν «ὑβριστικήν γιά αὐτόν καί τούς Αὐστριακούς» πού δῆθεν εἶχαν στείλει οἱ Μοσχοπολῖτες. Ἔτσι ὅλες οἱ βαρβαρότητες δικαιολογήθηκαν ἀπό τούς Αὐστριακούς καί ὁ Σαλῆ Μπούτκα μέ τήν λεία του κατέβηκε τά βουνά τῆς Μοσχοπόλεως καί κατέλαβε τήν Πολένα γιά νά περισφύξη τόν κλοιό γύρω ἀπό τούς Γάλλους· φυσικά ἡ ἐνέργεια αὐτή προδίδει τήν πλήρη συνεργασία του μέ τούς Αὐστρο-Γερμανο-Βουλγάρους πάτρωνές του καί ἀντιπάλους τῶν Γαλλοβενιζελικῶν. 

Ὁ Σαλῆ Μπούτκας ἐνεργοῦσε ὡς ἐμπροσθοφυλακή, καί ὅπως μᾶς πληροφοροῦν οἱ ἐνθυμήσεις, πού παραθέτουμε στό παράρτημα ἀπό τά λειτουργικά βιβλία τοῦ χωρίου Πολένας οἱ Αὐστρο-Γερμανο-Βούλγαροι νικῶνται ἀπό τούς Γάλλους καί αἰχμαλωτίζονται. Στούς Αὐστριακούς ἀξιωματικούς παρουσιάστηκαν οἱ ἱερεῖς τῆς Ἱ. Μονῆς Προδρόμου «μετά πολλάς παρακλήσεις ἐπέτυχον νά λάβωσι τήν σχετικήν ἄδειαν καί ἔθαψαν τούς νεκρούς εἰς τό δάσος τοῦ Ἁγίου Προδρόμου. Μερικῶν ἐξ αὐτῶν ἠδυνήθημεν νά ἐξακριβώσωμεν τά ὀνόματα»[125]. Ἡ πλήρης καταστροφή ἐπιτελεῖται «καθ’ ὅλην τήν ἑβδομάδα καί μετά τήν ἑπομένην ἔτι Κυριακήν παρ’ ὅλην τήν κακοκαιρίαν ἐπί τῆς νεκρᾶς πόλεως, ἔνθα συγχρόνως παρετήρει τις τά αὐτά καί πάλιν στίφη δηλ. ἄνδρας καί γυναικόπαιδα ἐκ τῶν περιχώρων Κορυτσᾶς, Γκόρας, Γικονομάδι, Γκεργκεβίτσας, Βοτσκόπι, καί ὅλων τῶν πέριξ τουρκικῶν χωρίων μέχρι τῆς περιφερείας Τομορίτσας – Βερατίου, μηδ’ αὐτῆς ἐξαιρουμένης, προστρέξαντα μετά ζώων καί καθ’ ὅλην τήν περιοχήν ἐπιμελῶς ἀσχολούμενα περί τήν ἐξεύρεσιν λείας (…)»[126]. Ἡ Μοσχόπολις ἐρημώθη τελείως. Ἀπέμειναν μόνον μερικοί ἱεροί ναοί ἀπογεγυμνωμένοι ἐκτός αὐτῶν πού ἐπυρπολήθησαν καί κατεστράφησαν τελείως. Οἱ Γάλλοι, μετά ἀπό ἀλλεπάλληλες νίκες, πῆραν τήν περιοχή ἀπό τούς Αὐστριακούς καί στήν Μοσχόπολη ἐγκατέστησαν στρατόν. Οἱ Γάλλοι κατέκλεψαν τούς Ἱερούς Ναούς καί ἐγέμιζαν αὐτοκίνητα[127] μέ ὅ,τι πολύτιμο καί ἀνενόχλητοι τά μετέφεραν στά παλαιοπωλεῖα τοῦ Παρισιοῦ!

Τούς ἱερούς Ναούς χρησιμοποίησαν γιά στρατωνισμό καί τόν Ἱερόν Ναόν τῶν Ταξιαρχῶν τόν μετέτρεψαν σέ φοῦρνο[128] καί μαγειρεῖα τοῦ στρατοῦ των. 
Οἱ Ἕλληνες χριστιανοί μετά τήν καταστροφήν τῆς Μοσχοπόλεως καί τῶν περιοχῶν πού ἀναφέραμε ἔφευγαν πρός τήν Κορυτσᾶν ἤ τό Μοναστήριον ἤ ὅπου ἀλλοῦ ἠδύναντο. Ἔτσι γινόταν ὅλο καί περισσότερο ἐθνική κάθαρση μέ τήν ὑποστήριξη τῶν «πολιτισμένων Εὐρωπαίων». 
Οἱ Γάλλοι μέ τήν ἐγκαθίδρυση τῆς «∆ημοκρατίας Κορυτσᾶς» ἐκτός τῶν σκληρῶν μέτρων πού ἐπέβαλαν, ὅπως ἀναφέραμε πιό ἐπάνω, προέβησαν σέ συλλήψεις ἐπιφανῶν Κορυτσαίων πού εἶχαν λάβει μέρος στήν ἐπανάσταση τῆς Κορυτσᾶς ἤ ἐν πάσει περιπτώσει ἦταν ἀκραιφνεῖς Ἕλληνες πατριῶτες καί ἐργαζόταν γιά τήν Ἐλευθερία τῆς Βορείου Ἠπείρου καί τήν ἕνωσή της ὡς ἀναπόσπαστο κομμάτι μέ τήν Μητέρα Ἑλλάδα. Οἱ Κορυτσαῖοι πατριῶτες συνελήφθησαν ἀπό τούς Γάλλους στήν Κορυτσᾶ φυσικά καί μέ τήν ὑπόδειξη καί συμφωνία, τοῦ «προέδρου» Θεμ. Γερμενλῆ φιλοαλβανοῦ καί ἀρχικά φυλακίσθηκαν στήν Κορυτσᾶ. Στήν συνέχεια μετεφέρθησαν εἰς τήν Θεσσαλονίκην καί ἀπό ἐκεῖ στή Γαλλία σέ στρατόπεδα συγκεντρώσεως πολιτικῶν κρατουμένων μέχρι τό 1918.

Πηγή: Ελευθέριος Απ. Καρακίτσιος, Ο ελληνισμός στην μητροπολιτική περιφέρεια Κορυτσάς. Διδακτορική διατριβή. Για τεκμηρίωση βλ. σελ 258-277, εδώ.

Σχετικές αναρτήσεις:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η κόσμια κριτική και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των σχολιαστών είναι σεβαστή. Σχόλια τα οποία υπεισέρχονται σε προσωπικά δεδομένα ή με υβριστικό περιεχόμενο να μην γίνονται. Τα σχόλια αποτελούν καθαρά προσωπικές απόψεις των συντακτών τους. Οι διαχειριστές δεν ευθύνονται σε καμία περίπτωση για τυχόν δημοσίευση υβριστικού ή παράνομου περιεχομένου στα σχόλια των αναρτήσεων.Τα σχόλια αυτά θα διαγράφονται με την πρώτη ευκαιρία.