Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014

Ανάπτυξη ρουμανικής και αλβανικής κίνησης στο μακεδονικό χώρο - Κ. Α. Βακαλόπουλος


1. Η αναδίπλωση των ρουμανικών ενεργειών που παρατηρείται στο μακεδονικό χώρο στα 1897—1901 με κύριο στόχο την ανεξάρτητη εκκλησιαστική εκπροσώπηση των ρουμανιζόντων, δεν είχε θετικά αποτελέσματα παρά τα επανειλημμένα και έντονα αιτήματα των ρουμανιζουσών κοινοτήτων της Αχρίδας, του Γκοπεσίου, της Κλεισούρας, της Χρούπιστας, της Αβδέλας, του Περιβολιού, της Σαμαρίνας, της Μοσχόπολης και του Κρουσόβου. Στα 1893 οι ρουμανίζοντες της Μοσχόπολης, ύστερα από σκληρές διαμάχες με τους Έλληνες, σχημάτισαν δική τους κοινότητα και ζήτησαν να υπαχθούν κάτω από την προστασία του σουλτάνου ωσότου διοριστεί Ρουμάνος εκκλησιαστικός εκπρόσωπος. Στο Κρούσοβο η μικρή ρουμανική Κοινότητα, που είχε προσχωρήσει στην Εξαρχία, ίδρυσε ένα μοναστήρι και αργότερα επιχείρησε να κτίσει μια εκκλησία, αλλά απέτυχε να συγκεντρώσει το απαιτούμενο χρηματικό ποσό, ενώ στα 1898 οι ρουμανίζοντες εξαρχικοί της Αχρίδας συντηρούσαν ένα ιερέα στην εκεί ελληνική εκκλησία, η οποία είχε καταληφθεί από τους Βουλγάρους. Σε πολλές άλλες ελληνοβλαχικές πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά της Βορειοδυτικής Μακεδονίας, όπως στο Τύρνοβο,στο Μεγάροβο, στη Μηλόβιστα, στη Ρέσνα, στο Γιαγκοβέτσι, στη Νέβεσκα, στο Πισοδέρι, στη Μπελκαμένη (Δροσοπηγή), στην Κοριτσά και στο Μοναστήρι, οι ρουμανικές ενέργειες είχαν αποτύχει γιατί αντιμετώπιζαν την καθολική αντίδραση του ελληνισμού. Μόνο στη Μηλόβιστα είχε δημιουργηθεί κατά τα τελευταία χρόνια μια έντονη εκκλησιαστική διαμάχη ανάμεσα στους ‘Έλληνες και στους ρουμανίζοντες, οι οποίoι μετά το 1898 έγιναν εξαρχικοί, ενώ είχε διακοπεί για αρκετό καιρό η λειτουργία της εκεί ελληνικής εκκλησίας. Σε συμπλοκή Ελλήνων και ρουμανιζόντων στην ελληνική εκκλησία της Μηλόβιστας είχε χάσει τη ζωή του στα 1892 ο Έλληνας πρόκριτος Ναούμ Στ. Σήμτζας.
Η εκλογή του μητροπολίτη Αχριδών και Πρεσπών Ανθίμου ως επισήμου εκκλησιαστικού εκπροσώπου των ρουμανιζόντων στα 1896 —ο διορισμός του ‘Άνθιμου θεωρήθηκε προσωπική επιτυχία του Μαργαρίτη— δεν είχε καμιά απήχηση στο μακεδονικό χώρο και στην Πύλη. Μολαταύτα ο Μαργαρίτης δεν εγκατέλειψε τις προσπάθειές του και ως επίσημος επιθεωρητής ρουμανικών σχολείων της Ευρωπαϊκής Τουρκίας συνέχισε να εργάζεται με επιμονή για την επιδίωξη των σκοπών του. Είναι αλήθεια όμως ότι οι πολύχρονες και δαπανηρές ενέργειες της ρουμανικής κυβέρνησης δεν είχαν καταφέρει να σχηματίσουν σ’ ολόκληρη το μακεδονικό χώρο παρά μια ολιγάριθμη ρουμανική κοινότητα (10.000—12.000 κάτοικοι). Εχθρική στάση απέναντι στο Μαργαρίτη κρατούσε επίσης, εκτός από τους Έλληνες, και ο βαλής του Μοναστηρίου Αβδούλ Κερίμ πασάς, ο οποίος διερωτόνταν, πως ήταν δυνατόν ο σουλτάνος ν’ ανέχεται ένα τέτοιο χαρακτήρα. Ο Αβδούλ Κερίμ πασάς, ο αποκαλούμενος «ασυμφιλίωτος αντίπαλος» του Μαργαρίτη, κατηγορούσε τον τελευταίο για τις στενές σχέσεις του με τον αρχηγό της καθολικής ιεραποστολής των Λαζαριστών Auguste Bonetti και το ιταλικό προξενείο του Μοναστηρίου, στο οποίο είχε διοριστεί στα 1895 ως διερμηνέας ο έμπιστος φίλος και γαμπρός του Ρinetta, που στα 1897 είχε αναλάβει τη διεύθυνση του ιταλικού προξενείου, ενώ παράλληλα ήταν και καθηγητής της Τουρκικής γλώσσας στο ρουμανικό λύκειο του Μοναστηρίου.
Η ρουμανική κυβέρνηση έδειχνε απέναντι στο Μαργαρίτη κατά τα τελευταία χρόνια επιφυλακτικότητα, γιατί τον υποπτευόταν ότι εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της ιταλικής πολιτικής στο μακεδονικό χώρο. Για ν’ αφαιρέσει κάθε πρωτοβουλία από τους συνεργάτες του Μαργαρίτη, είχε διορίσει νέο διδακτικό προσωπικό και προχώρησε στη ριζική μεταβολή του συστήματος της ρουμανικής εκπαιδευτικής Κίνησης στη Μακεδονία. Δυο Ρουμάνοι επιθεωρητές επιφορτίζονταν κάθε χρόνο να επιθεωρούν τουλάχιστο δυο φορές τα ρουμανικά σχολεία της Μακεδονίας και της Ηπείρου. Διάδοχος του Μαργαρίτη στα 1898 στη διεύθυνση του ρουμανικού λυκείου Μοναστηρίου υπήρξε ο Ρουμάνος γιατρός Ρucerea. Ο Μαργαρίτης εκδικούμενος την απομάκρυνσή του από το Μοναστήρι, με τα ισχυρά μέσα που διέθετε στην Κωνσταντινούπολη και στο Βουκουρέστι, πέτυχε τον Ιανουάριο του 1899 την αντικατάσταση του Ρουμάνου προξένου Ρadeano από τον Αλεξιανό, ο οποίος, όπως προέκυψε αργότερα, καταγόταν από το Κρούσοβο και ήταν Οθωμανός υπήκοος. Ο Αλεξιανός αναγκάστηκε τελικά να παραιτηθεί.
Σημαντικοί ανασταλτικοί παράγοντες στην εξέλιξη της ρουμανικής εκπαιδευτικής δραστηριότητας στη Μακεδονία υπήρξαν οι αποφάσεις της Πύλης (αρχές του 1899), που απαγόρευαν στο εξής το διορισμό ρουμανικού διδακτικού προσωπικού από το ρουμανικό υπουργείο Παιδείας και προέβλεπαν την επανεξέταση των επίσημων εγγράφων όλων των δασκάλων και καθηγητών των ξένων σχολείων της Ευρωπαϊκής Τουρκίας από τις κατά τόπους τουρκικές εκπαιδευτικές επιτροπές. Σύμφωνα με το νέο καθεστώς, στα μέσα του 1899, απολύθηκαν ο Ρinetta και ο Ρ. Ηyppert, επικεφαλής της καθολικής αποστολής των Λαζαριστών, οι οποίοι δεν ήταν Οθωμανοί υπήκοοι και παράλληλα διακόπηκαν οι σχέσεις του ρουμανικού διδακτικού προσωπικού με τους Γάλλους καθολικούς και το ιταλικό προξενείο του Μοναστηρίου. Η ρουμανική κίνηση, επιχορηγούμενη όμως με μεγαλύτερα ποσά από τη ρουμανική κυβέρνηση, έστρεψε την Προσοχή της στην ίδρυση νέων σχολείων στο Κρούσοβο, στην Κλεισούρα, στο Ελβασάν και στη δημιουργία ρουμανικής εμπορικής σχολής στη Θεσσαλονίκη. Ο Ρουμάνος πρόξενος του Μοναστηρίου και διευθυντής του εκεί ρουμανικού λυκείου Ρadeano κατεύθυνε τώρα και πάλι τις ρουμανικές ενέργειες στο βορειοδυτικό γεωγραφικό Χώρο της Μακεδονίας.
Μολαταύτα και η νέα οργάνωση της ρουμανικής δραστηριότητας στο μακεδονικό χώρο δεν απέφερε ουσιαστικά αποτελέσματα. Τον Μάιο του 1900 η ρουμανική εμπορική σχολή της Θεσσαλονίκης περιλάμβανε μόνο 25 οικοτρόφους, ενώ ανάλογες απόπειρες για την ίδρυση ρουμανικών σχολείων στις Σέρρες και στη Τζουμαγιά είχαν αποτύχει οριστικά. Οι ρουμανίζοντες όμως συνέχισαν να αγωνίζονται σκληρά και να επιδιώκουν με κάθε τρόπο την εκ περιτροπής τέλεση της εκκλησιαστικής λειτουργίας στα ελληνικά και στα ρουμανικά στις ελληνοβλαχικές κοινότητες απειλώντας με την προσέλευσή τους στην Εξαρχία. Και πράγματι στα βλαχόφωνα χωριά της Περιφέρειας Καρατζόβας οι ρουμανίζοντες είχαν προσέλθει στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Εξαρχίας, επειδή οι ντόπιοι Έλληνες είχαν αρνηθεί να δεχθούν την τέλεση της λειτουργίας στα ρουμανικά. Στις αρχές όμως του 1900 οι Ρουμάνοι δάσκαλοι διώχτηκαν από τον ελληνικό πληθυσμό των χωριών Μπερισλάβ (Περίκλεια), Λούγουντσα (Λαγκάδια), Όσσιανη (Αρχάγγελοι), Χούμα, Λούμνιτσα (Σκρα) και Λέσκοβο (Τρία Έλατα).
Το Δεκέμβριο του 1900 η ελληνική κοινότητα της Νέβεσκας (Νυμφαίου) συνταράχτηκε από σφοδρή αναταραχή ανάμεσα σ’ Έλληνες και ρουμανίζοντες. Η Νέβεσκα αποτελούσε την εποχή εκείνη έδρα μουδίρη, υπαγόταν εκκλησιαστικά στη μητρόπολη Καστοριάς και διοικητικά στον καζά της Φλώρινας. Κατοικούνταν από 300 ελληνικές οικογένειες και 100 ρουμανίζουσες, οι οποίες κρατούσαν δυο δωμάτια για τις σχολικές τους ανάγκες στο οίκημα, όπου στεγαζόταν και το ελληνικό σχολείο. Στα δυο αυτά δωμάτια φοιτούσαν 20 περίπου μαθητές. Ο αρχηγός της ρουμανίζουσας κοινότητας της Νέβεσκας Κωνσταντίνος Σωσσίδης κατέλαβε το Δεκέμβριο του 1900 με τη βοήθεια των συνεργατών του τη μεγάλη αίθουσα του ελληνικού σχολείου. Η τουρκική διοίκηση διέταξε το ντόπιο μουδίρη να ενεργήσει το ταχύτερο για την παράδοση της αίθουσας και πάλι στους Έλληνες, αλλά ο Τούρκος διοικητής που είχε δωροδοκηθεί στο μεταξύ από τους ρουμανίζοντες, σφράγισε το ελληνικό σχολείο και ανέστειλε μ’ αυτόν τον τρόπο τη λειτουργία του. Έτσι οι 100 περίπου Έλληνες μαθητές της Νέβεσκας έχασαν τα μαθήματά τους κατά τη σχολική χρονιά 1900-1901.
Με την ίδια ένταση συνεχίστηκαν και στα 1901 οι ρουμανικές ενέργειες σε ολόκληρη τη Βορειοδυτική Μακεδονία Και ιδιαίτερα στη Μηλόβιστα, όπου από τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου είχε αρχίσει να επαναλειτουργεί η εκεί ελληνική εκκλησία, ύστερα από επίσημη απόφαση της Πύλης. Η απειλή σοβαρών επεισοδίων στην ελληνοβλαχική αυτή κωμόπολη υπήρξε η κύρια αφορμή για τις σχετικές συνεννοήσεις του ‘Έλληνα προξένου του Μοναστηρίου Πεζά με το Ρουμάνο συνάδελφό του Ρadeano. Πραγματικά τον Απρίλιο του 1901 ο Πεζάς επισκέφθηκε το Ρουμάνο εκπρόσωπο και του εξήγησε ότι οι ‘Έλληνες της Μηλόβιστας και ολόκληρου του βιλαετίου Μοναστηρίου ήταν πολύ εξαγριωμένοι από τις ενέργειες των 10.000 ρουμανιζόντων, ότι δεν επρόκειτο ν’ ανεχθούν περισσότερο το σύστημα της εκ περιτροπής τέλεσης της εκκλησιαστικής λειτουργίας στις εκκλησίες τους και ότι είχαν αποφασίσει ν’ αντιδράσουν δυναμικά σε οποιαδήποτε νέα πρόκληση. Η αναταραχή συνεχίστηκε στη Μηλόβιστα ως τον Αύγουστο του 1901, οπότε υποχώρησαν οι ρουμανίζοντες και έληξε οριστικά η εκκλησιαστική διαμάχη ύστερα από αλλεπάλληλες και αιματηρές συγκρούσεις.
Στην ειρηνική διευθέτηση του σχολικού ζητήματος στη Νέβεσκα, συνέβαλε αποφασιστικά η επίσημη ελληνορουμανική προσέγγιση του 1900—1901. Η ελληνική πλευρά ήταν σύμφωνη για το μετριασμό του ελληνορουμανικού ανταγωνισμού στη Μακεδονία για να της δοθεί η δυνατότητα να αποφύγει τον πολυμέτωπο αγώνα. Η ρουμανική κυβέρνηση κατανοούσε επίσης το άσκοπο της πολιτικής στάσης της στη Μακεδονία, βλέποντας την οριστική αποτυχία της ρουμανικής κίνησης τόσο στον εκκλησιαστικό όσο και στον εκπαιδευτικό τομέα, όπως επισήμανε σε υπόμνημά του στα 1901 ο Ρουμάνος επιθεωρητής των ρουμανικών σχολείων της Μακεδονίας, Θεσσαλίας και Ηπείρου Lasaresco Lecanta, ο οποίος και υπογράμμιζε παράλληλα το υψηλό επίπεδο της ελληνικής παιδείας στο μακεδονικό χώρο, παρά τις δυσμενείς επιπτώσεις του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Αλλά και η αυστριακή πολιτική αναγνωρίζοντας την ελληνικότητα των βλαχόφωνων πληθυσμών της Μακεδονίας, δεν υπέθαλπε πια ανοιχτά τη ρουμανική κίνηση και φρόντιζε να μην εκτίθεται γι’ αυτή. Γι’ αυτό το λόγο η Ρουμανία επιθυμώντας τη σύσφιξη των σχέσεών της με την Ελλάδα, είχε κάμει σχετικές προτάσεις στην ελληνική κυβέρνηση αποδοκιμάζοντας το έργο του Μαργαρίτη και το θέμα αφέθηκε να μελετηθεί από τις δυο κυβερνήσεις. Το Δεκέμβριο του 1900 υπογράφτηκε στο Βουκουρέστι ελληνορουμανική εμπορική σύμβαση και την επόμενη χρονιά ακολούθησε η προσέγγιση των δυο κρατών, η οποία συνέβαλε κάπως στην επανασύνδεση των σχέσεών τους.
Παρά την εκτόνωση της κατάστασης, την επόμενη χρονιά, δηλαδή στα 1902, αξιομνημόνευτη υπήρξε η σφοδρή εκκλησιαστική διαμάχη, που διαδραματίστηκε ανάμεσα σε Έλληνες και ρουμανίζοντες στο Γκόπεσι, όπου ο ελληνισμός είχε υποχρεωθεί ν’ αναστείλει τη λειτουργία της ελληνικής εκκλησίας ύστερα από τις κατάφωρες αδικίες των τουρκικών αρχών. Μόνιμος στόχος πάντως της ρουμανικής Κίνησης στις αρχές του εικοστού αιώνα παραμένει ο διορισμός Ρουμάνων εκκλησιαστικών εκπροσώπων στο πατριαρχείο σύμφωνα με τα σερβικά πρότυπα της Πρισρένης και των Σκοπίων.

2. Σταδιακή και βαθμιαία πρόοδο παρουσιάζει στα τέλη του 19ου αιώνα και η αλβανική Κίνηση στο βιλαέτι του Μοναστηρίου. Οι αλβανικές αξιώσεις στο τμήμα αυτό της Μακεδονίας περιγράφονται σε μακροσκελές υπόμνημα του αλβανικού συνδέσμου, το οποίο υποβλήθηκε στα 1896 στους διπλωματικούς εκπροσώπους των μεγάλων δυνάμεων και στα ευρωπαϊκά προξενεία. Στο υπόμνημα αυτό επισημαίνεται ανάμεσα σ’ άλλα σημεία η αλβανική καταγωγή των πληθυσμών των βιλαετίων Μοναστηρίου, Κοσόβου, Ιωαννίνων και Σκούταρι και επιζητείται η συγχώνευσή τους σ’ ένα βιλαέτι με επικεφαλής ένα Αλβανό βαλή και με Πρωτεύουσα το Μοναστήρι. Αξιόλογη δραστηριότητα παράλληλα με τον αλβανικό σύνδεσμο «Drita» του Βουκουρεστίου, είχε αναλάβει και η «Ditorija», η οποία είχε σκοπό την αφύπνιση της εθνικής αλβανικής συνείδησης και την ίδρυση ανεξάρτητου αλβανικού κράτους. Ο σύνδεσμος αυτός, αν και αντιμαχόταν ουσιαστικά την ακεραιότητα της οθωμανικής αυτοκρατορίας, διατηρούσε έστω και επιφανειακά, φιλικές σχέσεις με την Πύλη. Η «Ditorija» ανάμεσα στα μέλη της συγκαταριθμούσε πλούσιους και πολυάριθμους Αλβανούς του Βουκουρεστίου, οι οποίοι είχαν συγγενείς στην Αλβανία. Σημαντική ώθηση στην καλλιέργεια της αλβανικής εθνικής συνείδησης έδωσε επίσης στα τέλη του 19ου αιώνα και η προτεσταντική κίνηση με κύριους φορείς την Αμερικανική Ευαγγελική Εκκλησία και τους Άγγλους και Σκώτους μισιοναρίους, οι οποίοι είχαν την έδρα τους στο Μοναστήρι. Η αμερικανική προτεσταντική Κίνηση ίδρυσε στα τέλη της δεκαετίας 1880-1890 εκκλησία και σχολείο στην Κορυτσά με τη συμπαράσταση της επίσημης αυστριακής πολιτικής.
Στην περιφέρεια της Κορυτσάς παρά τις επίπονες προσπάθειες των Αλβανών μπέηδων Αλιό, Ορχάν, Μαχμούτ, Μεχμέτ και Τσερκίζ για τη διάδοση της αλβανικής κίνησης, την εκτύπωση αλβανικών βιβλίων και την ίδρυση αλβανικών σχολείων με τη συμπαράσταση του Αυστριακού προξένου του Μοναστηρίου, ο αλβανόφωνος πληθυσμός διατηρεί στα τέλη του 19ου αιώνα στη μεγαλύτερή του πλειοψηφία ελληνική συνείδηση και αγωνίζεται για τη δικαίωση των εθνικών επιδιώξεών του. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι τα πρώτα αλβανικά σχολεία που ιδρύθηκαν στην Κορυτσά, στο Στάροβο και στην Κολώνια στα τέλη της δεκαετίας του 1880—1890 είχαν προσελκύσει ελάχιστους μόνο μαθητές από το ντόπιο πληθυσμό. Στα τέλη του περασμένου αιώνα, οι σημαντικότεροι εκπρόσωποι της αλβανικής Κίνησης στο σαντζάκι της Κορυτσάς υπήρξαν οι Ευθ. Μάρκουα, Γιοβάν Κοστούρης, Βάσκα Ρίστο Τίρπο και Ευάγγ. Παντέλης, που ήταν εγκατεστημένος στο Βουκουρέστι. Όλοι αυτοί σε στενή συνεργασία με τους αλβανικούς συνδέσμους του Βουκουρεστίου συντόνιζαν τις ενέργειές τους για τη διάδοση της αλβανικής κίνησης. Διοχέτευαν πολυάριθμα έντυπα και αλβανικά βιβλία στην Κορυτσά, στο Μοναστήρι, στο Τεπελένι, στο Μπεράτι και στη Δίβρα. Σημαντική υλική και ηθική συμπαράσταση τους παρείχε η αγγλική προτεσταντική Βιβλική Εταιρεία του Μοναστηρίου και άλλες αμερικανικές ιεραποστολές της Ευρωπαϊκής Τουρκίας. Ο διευθυντής της Βιβλικής Εταιρείας Γ. Κύριας, ο οποίος συνεχίζει μετά το 1894 το έργο του αδελφού του, που είχε μεταφράσει το Ευαγγέλιο στα αλβανικά, ανέλαβε με τον Αθ. Σίνα την αποστολή αλβανικών βιβλίων στις αλβανόφωνες περιοχές του βιλαετίου Μοναστηρίου και άνοιξε ένα μικρό βιβλιοπωλείο στο Μοναστήρι. Με την υλική συμπαράσταση της προτεσταντικής Βιβλικής Εταιρείας ιδρύθηκε στα 1891 αλβανικό σχολείο θηλέων, στο οποίο στα 1899 φοιτούσαν 45 μαθήτριες, χριστιανές και μουσουλμάνες.
Το αλβανικό αρρεναγωγείο της Κορυτσάς στεγαζόταν σε κτίριο που είχε παραχωρήσει ο Βάσκο Τίρπα. Σ’ αυτό στα 1899 φοιτούσαν 45 χριστιανοί μαθητές, διαιρεμένοι σε 4 τάξεις, όπου διδάσκονταν ακόμη και την ελληνική γλώσσα. Την ίδια χρονιά λειτουργούσαν στην Κορυτσά, σε μια πόλη 12.000—14.000 κυρίως Ελλήνων κατοίκων, 5 ελληνικά δημοτικά σχολεία και 1 γυμνάσιο. Τα αλβανικά σχολεία της Κορυτσάς δεν είχαν μόνο τη σημαντική υλική συνδρομή των αλβανικών συνδέσμων του Βουκουρεστίου, αλλά και της Αυστροουγγαρίας, όπως φαίνεται καθαρά από επιστολή γραμμένη στις 4 Ιουλίου του 1899 από τον Αυστριακό πρόξενο του Μοναστηρίου Κral προς τον υπουργό Εξωτερικών κόμη νοn Goluchovski, τον οποίο ευχαριστεί για την αποστολή 20 χρυσών ναπολεονίων, που προορίζονταν για την ανάπτυξη της αλβανικής εκπαιδευτικής κίνησης. Η αξιόλογη υλική και ηθική συμπαράσταση της Αυστροουγγαρίας προς τους Αλβανούς και οι έντονες προσπάθειές της, κυρίως μετά το 1896, για τη δημιουργία και το σχηματισμό ανεξάρτητου κράτους εντάσσονται την εποχή αυτή στα πλαίσια της βαλκανικής πολιτικής της Αυστρίας και αποτελούν ισχυρό αντίρροπο στις διπλωματικές ενέργειες της Ιταλίας για την απόκτηση ουσιαστικής επιρροής στο αλβανικό ζήτημα.
Τον Ιούλιο του 1899 ο Αυστριακός πρόξενος του Μοναστηρίου Κral επιχείρησε μια μεγάλη περιοδεία στο βορειοδυτικό μακεδονικό χώρο. Επισκέφθηκε το Πόγραδετς και την Κορυτσά, όπου ήρθε σ’ επαφή με τους ντόπιους ισχυρούς Αλβανούς μπέηδες. Στο Πόγραδετς συναντήθηκε με τον Χοσρέφ μπέη, που ασκούσε μεγάλη επιρροή και θεωρούνταν φανατικός αντίπαλος των Τούρκων. Ο Χοσρέφ μπέης έτρεφε μεγάλη συμπάθεια προς την Αυστροουγγαρία και στήριζε πολλές ελπίδες στις μελλοντικές διπλωματικές ενέργειές της για τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου αλβανικού κράτους. Στην Κορυτσά ο Κral συναντήθηκε αρχικά με τον άξιο και ικανό Έλληνα μητροπολίτη Γερβάσιο, ο οποίος επισήμανε στον Αυστριακό πρόξενο την κυριαρχική παρουσία του ελληνικού στοιχείου. Έπειτα ήλθε σ’ επαφή με τους Αλβανούς μπεήδες Αλιό, Μεχμέτ, Ομέρ και Τζαφέρ, με τους οποίους διατηρούσε εγκάρδιες σχέσεις. Οι μπέηδες αυτοί ζήτησαν από τον Κral την ίδρυση αυστριακού προξενείου στην Κορυτσά και τη δυνατότητα πραγματοποίησης στενών επαφών των εξεχόντων Αλβανών του Βουκουρεστίου με την εκεί αυστριακή πρεσβεία για το συντονισμό των ενεργειών τους.

Πηγή: Η Μακεδονία στις παραμονές του Μακεδονικού Αγώνα (1894 – 1904), Κ. Α. Βακαλόπουλος, εκδ. Μπαρμπουνάκης.
Το διαβάσαμε: Εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η κόσμια κριτική και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των σχολιαστών είναι σεβαστή. Σχόλια τα οποία υπεισέρχονται σε προσωπικά δεδομένα ή με υβριστικό περιεχόμενο να μην γίνονται. Τα σχόλια αποτελούν καθαρά προσωπικές απόψεις των συντακτών τους. Οι διαχειριστές δεν ευθύνονται σε καμία περίπτωση για τυχόν δημοσίευση υβριστικού ή παράνομου περιεχομένου στα σχόλια των αναρτήσεων.Τα σχόλια αυτά θα διαγράφονται με την πρώτη ευκαιρία.