Σάββατο 10 Μαρτίου 2012

Ο Μακεδονικός Αγώνας (μέρος 2ο) : Από την ίδρυση των κομιτάτων στο Ίλιντεν (1894-1903)


Ο Ναός Κύριλλου και Μεθόδιου στην Ρέσνα (Ρέσεν) 
των Πρεσπών όπου έγινε το πρώτο 
συνέδριο της ΕΜΕΟ το 1894
Η συνέχεια:


Η ίδρυση των Βουλγαρικών Κομιτάτων

Η κατάσταση στην Μακεδονία ήταν ήδη έκρυθμη από την ίδρυση της εξαρχίας το 1870. Όμως, η ίδρυση των βουλγαρικών κομιτάτων τη δεκαετία του 1890 θα μεταβάλλει ριζικά το σκηνικό υπερ της βουλγαρικής προπαγάνδας. Δημιουργήθηκαν αρκετές βουλγάρικες οργανώσεις που προσπαθούσαν να οργανώσουν τον επαναστατικό τους αγώνα με την αγορά και προμήθεια όπλων, την εκπαίδευση σε υποτιθέμενες λέσχες σκοποβολής, την διαξαγωγή συλλαλητηρίων και εράνων. Μια κορυφαία κίνηση έγινε το 1893 με την ίδρυση των Βουλγάρικων Μακεδονικών-Ανδριανοπολίτικων Επαναστατικών Επιτροπών (BMARC) από κύκλους δασκάλων του Βουλγάρικου Γυμνασίου Θεσσαλονίκης. Η ίδια οργάνωση συνεδρίασε το 1894 στη Ρέσνα (Ρέσεν) των Πρεσπών, όπου διαμορφώθηκε η Κεντρική Επιτροπή (Central Κomitet) και οι βασικοί στόχοι της οργάνωσης, ενώ ως έδρα ορίστηκε η Σόφια. Εκ του Central Κomitet προήλθε και η ονομασία Σεντραλιστές, που αναφερόταν συχνά σε αυτή την οργάνωση. Τα μέλη της επιτροπής ήταν οι Χ. Τατάρτσεφ (πρόεδρος), Ν. Γκρούεφ, Γ. Ντέλτσεφ, Π. Ποπάρσωφ, Ι. Χατζηνικόλωφ, Χ. Μπαταντζίεφ και Α. Δημητρώφ, οι περισσότεροι βουλγαροδιδάσκαλοι στη Θεσσαλονίκη [1]. 

Ο βουλγαροδιδάσκαλος 
Ν. Γκρούεφ (1871-1906) 
αποτέλεσε μια από 
τις ηγετικές μορφές της ΕΜΕΟ
Οι πρωταρχικοί στόχοι της οργάνωσης τέθηκαν με σαφήνεια σε εκείνη τη συνεδρίαση από το στόμα του προέδρου της: ‘’Συζητήσαμε για μεγάλο διάστημα σχετικά με το σκοπό αυτής της οργάνωσης και τελικά προσδιορίστηκε ως η αυτονομία της Μακεδονίας με πρωτοβουλία του βουλγάρικου στοιχείου. Δεν μπορούσαμε να δεχτούμε τη θέση για άμεση προσάρτηση στη Βουλγαρία επειδή διαπιστώσαμε ότι θα συναντούσε μεγάλες δυσκολίες λόγω της αντίδρασης των Μεγάλων Δυνάμεων και των φιλοδοξιών των γειτονικών μικρών κρατών και της Τουρκίας. Σκεφτήκαμε ότι μια αυτόνομη Μακεδονία θα μπορούσε να ενωθεί ευκολότερα με τη Βουλγαρία στη συνέχεια και αν έρθει το χειρότερο, θα μπορούσε να παίξει κάποιο ρόλο ως ενοποιητικός σύνδεσμος μιας Βαλκανικής Ομοσπονδίας. Η περιοχή της Ανδριανούπολης, όσο θυμάμαι, δεν συμμετείχε στο πρόγραμμά μας και νομίζω η ιδέα να την προσθέσουμε στην αυτόνομη Μακεδονία ήρθε αργότερα.’’[2] Το 1896 η οργάνωση μετονομάστηκε σε Μυστική Μακεδονική-Ανδριανοπολίτικη Επαναστατική Οργάνωση (SMARO) και το 1905 σε Εσωτερική Μακεδονική-Ανδριανοπολίτικη Επαναστατική Οργάνωση (IMARO). Μετά την προσπάθεια πλήρους αποσύνδεσης της οργάνωσης με τη Βουλγαρία και τονισμού του ‘’μακεδονικού’’ στοιχείου απο γιουγκοσλάβους ιστορικούς μετονομάστηκε το 1920 σε ΕΜΕΟ, δηλαδή Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (IMRO), όνομα που επικρατεί έως σήμερα[3]. 
H EMEO λοιπόν κήρυττε κοινή δράση των χριστιανών ανεξαρτήτως εθνικότητας και γλώσσας εναντίον των Οθωμανών, με στόχο να προσελκύσει τους Έλληνες, τους ρουμανίζοντες Βλάχους και τους Αλβανούς χριστιανούς της Μακεδονίας. 

Ο Χ. Τατάρτσεφ (1869-1952) 
πρώτος πρόεδρος της κεντρικής 
Επιτροπής της ΕΜΕΟ
Στην πορεία αποδείχθηκε πως οι δράσεις της στρεφόταν πρωτίστως εναντίον των ελληνικών πληθυσμών και κατά δεύτερο λόγo εναντίον των Τούρκων. 
Το 1895 έλαβε χώρα συνέδριο στη Σόφια, όπου επιχειρήθηκε η απαγωγή όλων των οργανώσεων υπο την Ανώτατη Μακεδονική-Ανδριανοπολίτικη Επιτροπη (SMAC) με ηγέτες τους Τ. Κιτάντσεφ, Μιχαήλοφσκι και αργότερα τους Β. Σαράφωφ και Ι. Τσόντσεφ. Εκ του Verhov Komitet (= Ανώτατη Επιτροπή) επικράτησε η ονομασία Βερχοβιστές για τους οπαδούς αυτής της οργάνωσης. Αυτή στόχευε στην άμεση προσάρτηση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία και όχι την αυτονόμησή της. Επιδίωκε την εξάρτηση όλων των βουλγάρικων επαναστατικών οργανώσεων από τη Σόφια, γεγονός που δημιούργησε κάποιες τριβές με την ΕΜΕΟ. Η διαφορά των Βερχοβιστών και των Σεντραλιστών αφορά προσωπικές φιλοδοξίες και είναι επουσιώδης, καθώς ο στόχος και των δύο ήταν η τελική προσάρτηση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία. Η μεταπολεμική γιουγκοσλάβικη ιστοριογραφία, εκμεταλλευόμενη αυτές τις προσωπικές έριδες, προσπαθεί απεγνωσμένα έως σήμερα να παρερμηνεύσει τη δράση της ΕMEO ως εθνικό μακεδονικό κίνημα, πράγμα που αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες παγκόσμιες ιστοριογραφικές απάτες. Οι ιδρυτές της ΕΜΕΟ ήταν βούλγαροι δάσκαλοι, κομιστές της βουλγάρικης παιδείας και κουλτούρας και το προπαγανδιστικό σύνθημά τους ‘’Η Μακεδονία στους Μακεδόνες’’ δεν αποτελεί κάτι περισσότερο από μια προσπάθεια προσέλκυσης των εντόπιων κατοίκων της Μακεδονίας στην οργάνωση και προσεταιρισμού των Δυτικών Δυνάμεων που προφανώς δεν ήθελαν μια μεγάλη Βουλγαρία στα Βαλκάνια, όργανο της ρώσικης πολιτικής. 


Οι ηγέτες του Verhov Komitet στα 1900.
Πρόεδρος ο Μ. Σαράφωφ (1872-1907) που 
αργότερα μεταπήδησε στην ΕΜΕΟ
Το 1900 εξ’ άλλου υπογράφηκε μεταξύ του Ντέλτσεφ και του Σαράφωφ πρωτόκολλο, όπου πρέβλεπε την ένταξη βούλγαρων αξιωματικών στους κόλπους της ΕΜΕΟ και την αλληλοβοήθεια. 
Επίσης, το 1895 εκδηλώνεται μια επιδρομή 600 περίπου βουλγάρων βαρχοβιστών προς την Ανατολική Μακεδονία υπό τον Σαράφωφ. Αν εξαιρέσει κανείς τις ολιγοήμερες καταλήψεις του Μελενίκου και τριγύρω περιοχών, το κίνημα απέτυχε παταγωδώς. Η συνεργασία βερχοβιστών και ΕΜΕΟ συνεχίστηκε με την παροχή στη δεύτερη 4000 τουφεκιών του βουλγαρικού στρατού. Η προσπάθεια εξεύρεσης χρημάτων οδήγησε πολλές φορές σε ληστείες ή εκβιασμούς ντόπιων ελλήνων, ακόμη και την απαγωγή ξένων απεσταλμένων με στόχο την πληρωμή λύτρων[4]. Ακόμη, η αποστολή δασκάλων και η ίδρυση βουλγάρικων σχολείων παίρνει αυτή την περίοδο μεγάλες διαστάσεις, υπο την μέριμνα της βουλγαρικής κυβέρνησης του Στοΐλωφ, των κομιτάτων και των νεοδιορισθέντων βούλγαρων επισκόπων της Μακεδονίας. Οι τουρκικές αντιδράσεις περιοριζόταν στη συγκρότηση εξεταστικών επιτροπών με μηδαμινό αποτέλεσμα και την σύλληψη ορισμένων επαναστατών για μικρό χρονικό διάστημα[5]. Το 1897 η κατάσταση ξέφυγε από κάθε έλεγχο, καθώς βουλγάρικες αντάρτικες μονάδες ξεχύθηκαν σε όλη τη Μακεδονία, στρεφόμενες απέναντι στους οθωμανούς μπέηδες και τους ελληνικούς πληθυσμούς. Η τραγικότερη περίοδος για του Έλληνες Μακεδόνες είναι αναμφισβήτητα αυτή μεταξύ 1897 και 1904. 


Πολυάριθμη βουλγαρική τσέτα.
Από το 1895 τέτοιες ομάδες ξεχύνονται στη Μακεδονία
τρομοκρατώντας τους γηγενείς
Η δράση των Κομιτάτων στην Καστοριά

Η ύπαρξη λιγοστών εξαρχικών στην Καστοριά ανάγεται στο 1870, όπου πρωτεργάτες της βουλγαρικής εκπαιδευτικής κίνησης είναι οι ιερωμένοι Τ. Πόποφσκι (παπα-Τέρπος), μοναχός Γεράσιμος (Τράϊτσεφ), Γ. Μπαϊντώφ και Ζ. Καρατανάσωφ, όλοι δάσκαλοι στα λιγοστά βουλγάρικα σχολεία της Καστοριάς[6]. Το 1895 μυείται στην ΕΜΕΟ ο Λ. Ποπτράϊκωφ από το Δεντροχώρι ως φοιτητής στο Βουλγάρικο Γυμνάσιο Θεσ/νίκης και ξεκινά προεργασίες στην περιοχή ήδη από το 1896. Η εξάπλωση όμως της ΕΜΕΟ στην Καστοριά έγινε το 1898 με πρώτο υπέυθυνο για τρία χρόνια τον Πάβελ Χρηστώφ (1874-1922), διευθυντή του βουλγάρικου Ημιγυμνασίου Καστοριάς. Μαζί με τους συνεργάτες του Λ. Ποπτράϊκωφ, Κ. Στέφοβα, Λ. Μοσκώφ και Μ. Νικόλωφ-Ροζώφ αναλαμβάνουν τη σύσταση τσετών, δηλαδή αντάρτικων ομάδων ένοπλων Κομιτατζήδων. 


Ο βουλγαροδιδάσκαλος Λ. Ποπτράϊκωφ (1878-1903)
αποτέλεσε έναν από τους πρώτους βοεβόδες
που ξεκίνησαν την βουλγάρικη ένοπλη 
προπαγάνδα στην Καστοριά. Στο Ίλιντεν είχε 
ορισθεί ως γενικός αρχηγός στην περιοχή 
Καστοριάς-Φλώρινας
Το πρώτο διάστημα σπουδαίο ρόλο στην προσέλκυση νέων μελών διαδραμάτισε ο Γ. Ιβάνωφ (Μάρκο Λερίνσκι), που έδρασε κυρίως στην περιοχή της Φλώρινας. Αρχικά, οι δράσεις των εξαρχικών συναντούσαν παντού εμπόδια, όπως ήταν εξάλλου φυσικό μιας και η μεγάλη πλειοψηφία των ντόπιων είχε ελληνική συνείδηση. Όπως παραδέχεται και ο μετέπειτα αρχικομιτατζής Π. Κλιάσεφ στα απομνημονεύματά του οι εξαρχικοί είχαν υπολογίσιμη δύναμη μόνο στα χωριά Δεντροχώρι και Βέργα[7]. Το 1899 ο Λ. Ποπτράϊκωφ φυλακίζεται για τον φόνο δύο Οθωμανών και αποφυλακίζεται το 1901. Η πρώτη τσέτα που δημιουργείται είναι αυτή του βοεβόδα Α. Πετρώφ από το Σιδηροχώρι, που στράφηκε αρχικά κατά των τούρκων μπέηδων, όπως οι Αϊρεντίν και Νουρεντίν Μπέηδες από την Αγία Κυριακή (1901). Η διαρροή ορισμένων πληροφοριών γι’ αυτές τις δολοφονίες οδηγούν στη φυλάκιση των Π. Χρηστώφ και Κ. Στέφοβα[8]. Νωρίτερα, οι ηγέτες της ΕΜΕΟ στην Καστοριά προσπάθησαν να προσεταιριστούν τον καπετάν Κώττα, που δρούσε ήδη αυτόνομα με την ομάδα του στα Κορέστεια από το 1897. Του ζήτησαν να συνδράμει τον αγώνα τους ενάντια στους Τούρκους και εκείνος δέχθηκε. Τα πρώτα δύο χρόνια όντως ο Κώττας συνεργάστηκε με τους κομιτατζήδες σε μερικές δολοφονίες τούρκων μπέηδων, όμως ποτέ δεν εντάχθηκε πλήρως στις βουλγάρικες οργανώσεις. Συνέχιζε να δρά αυτόνομα, ενώ αντιδρούσε στις σφαγές ελλήνων προκρίτων και ιερέων, και αυτό φυσικά ενόχλησε τα μέλη της ΕΜΕΟ. Οι Βούλγαροι φοβόντουσαν τη δύναμή του και προσπάθησαν να τον σκοτώσουν αλλεπάλληλες φορές με ύπουλο τρόπο, στήνοντάς του ενέδρες. Αρχικά ο βοεβόδας Τάνε Γκοράνωφ, έπειτα ο Κλιάσεφ και αργότερα ο Τσακαλάρωφ[9] [10]. 

Ο Β. Τσακαλάρωφ (1874-1913)
αναμφισβήτητα αποτελεί τον ιθύνων νου
και τον μπροστάρη αρχικομιτατζή της
ΕΜΕΟ στην Καστοριά. Φέρει σαφώς
το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης
για τα εγκλήματα κατά των Ελλήνων
Προαναφέρθηκε ότι ο βουλγαρικός στρατός εφοδίασε την ΕΜΕΟ αρχικά με 4000 όπλα, όμως το πρόβλημα εφοδιασμού συνέχισε να υπάρχει. Έτσι, στάλθηκε κρυφά το 1900 στην ελεύθερη Ελλάδα ο Μ. Ροζώφ και αργότερα ο Β. Τσακαλάρωφ με σκοπό να προμηθευτούν όπλα. Ο πρώτος απέτυχε, αλλά ο δεύτερος γνωρίζοντας καλά ελληνικά και με τη συνδρομή των Α. Κερσάκωφ και Λ. Κισελίντσεφ κατάφερε να προμηθευτεί αρκετά όπλα από την εταιρεία Μαλτσινιώτη[11]. Ακόμη, τα κομιτάτα προμηθεύονταν όπλα από την Αλβανία. Σ΄αυτό το σημείο, πρέπει να γίνει αντιληπτή η τρομερή ανοργάνωση και ανυποληψία που είχε περιπέσει το Ελληνικό Κράτος, ειδικά μετά τον πόλεμο του 1897, και η τραγική ειρωνία της υπόθεσης, το ότι δηλαδή πολλά από τα όπλα που σκότωναν τους Έλληνες της Μακεδονίας προέρχονταν από ίδια την Ελλάδα. Τον Αύγουστο του 1901 ανακαλύφθηκε από τις οθωμανικές αρχές το λαθρεμπόριο όπλων μετά από προδοσία εκ των έσω του Ιβάντσο Μπουζώφ και ακολούθησαν εκτεταμένες συλλήψεις (περίπου 100) των μελών της ΕΜΕΟ, κυρίως από την περιοχή της Καστοριάς. Όλα σχεδόν τα ηγετικά μέλη του Κομιτάτου της Καστοριάς φυλακίστηκαν και οι δράσεις τους αναστάλθηκαν σημαντικά για ένα μικρό χρονικό διάστημα[12]. Στις αρχές του 1902 ο Γ. Ντέλτσεφ καταφθάνει στην περιοχή και προσπαθεί να αναδιοργανώσει τα βουλγάρικα αντάρτικα σώματα, ενώ ορίζεται ως επικεφαλής ο Ι. Ποπώφ που στάλθηκε από τη Βουλγαρία. Η περιοχή της Καστοριάς χωρίζεται σε περιφέρειες, όπου θα δρα ο κάθε αρχηγός με την τσέτα του. Έτσι, αναθαρρύνονται οι κομιταζήδες, επανεμφανίζονται παλιές και δημιουργούνται νέες ομάδες. 


Ο Μήτρο Βλάχος (1873-1907) ήταν ένας
από τους πιο αιμοσταγείς κομιτατζήδες
στην περιοχή της Καστοριάς, δρώντας
κυρίως στα Κορέστεια. Συνεργάστηκε
αρχικά με τον Κώττα, σκοτώνοντας αρκετούς
μπέηδες. Αργότερα ευθύνεται για τις
δολοφονίες δεκάδων ελλήνων
αμάχων πατριαρχικών
Ο Μήτρο Βλάχος[13] συνεχίζει να δρά στα Κορέστεια, οι Λ. Ποπτράϊκωφ[14], Β. Τσακαλάρωφ[15], Π. Κλιάσεφ[16], Α. Κερσάκωφ[17], Χ. Σιλιάνωφ[18], Λ. Μοσκώφ[19] στο Τρικλάριο (περιοχές Κρυσταλλοπηγής - Ιεροπηγής – Δεντροχωρίου), ο Ν. Αντρέεφ[20] στο Βαρικό, ο αξιωματικός του βουλγάρικου στρατού Γ. Παπάντσεφ[21] στα Κορέστεια και μετά σε περιοχές της Φλώρινας, ο Ι. Ποπώφ[22] στη Λεύκη, ο Κ. Στέφοβα[23] στην περιοχή γύρω από τη Βασιλειάδα, ο Ν. Ντομπρολίτσκι[24] στο Νεστόριο, οι Γ. Χρηστώφ[25] και Κ. Ζίφκωφ (Κωνστάντωφ)[26] στα Καστανοχώρια και άλλοι. 
Τον Φεβρούριο του 1902 αποκαλύπτεται πάλι ένα κύκλωμα λαθρεμπορίας όπλων και φυλακίζονται ορισμένοι βοεβόδες από την περιοχή της Καστοριάς. Τον Αύγουστο του 1902 καταφθάνει στην Καστοριά ο βερχοβιστής συνταγματάρχης του βουλγαρικού στρατού Α. Γιαγκώφ[27]. Οι Βερχοβιστές ήδη είχαν εισβάλλει στην Ανατ. Μακεδονία και ανησυχούσαν για την ολιγωρία που έδειξαν οι Σεντραλιστές στην Δυτ. Μακεδονία και την τάση μερικής ανεξαρτητοποίησής τους. Συναντήθηκε με τους ηγέτες της ΕΜΕΟ στην περιοχή, αρχικά στην Οξυά και μετά στο Σιδηροχώρι, αλλά η συμφωνία δεν επιτεύχθηκε καθώς οι τοπικοί βοεβόδες σαμποτάριζαν το έργο του. Οι μόνες ενέργειές του στην περιοχή είναι κάποιες μικρές μάχες με τον τουρκικό στρατό γύρω από την Βέργα[28]. Μέχρι το τέλος του 1902 οι Οθωμανοί κρατούσαν μια σχετικά σκληρή στάση απέναντι στους κομιτατζήδες λόγω της δολοφονίας αρκετών μπέηδων. Κατά διαστήματα φυλακίστηκαν διάφοροι Βούλγαροι αντάρτες, ενώ πολλοί σκοτώθηκαν ή αυτοκτόνησαν κατά τις συμπλοκές με τουρκικά σώματα. Η κατάσταση άλλαξε πολύ στις αρχές του 1903, οπότε δώθηκε γενική αμνηστία και μειώθηκαν οι τούρκικες περιπολίες. Έτσι, οι κομιτατζήδες άδραξαν την ευκαιρία να οργανώσουν καλύτερα την τελική επανάστασή τους, που εκδηλώθηκε τον Ιούλιο του 1903 (Ίλιντεν). 

Το σώμα του Μήτρου Βλάχου στα Κορέστεια. 
Κάτω αριστερά διακρίνεται ξαπλωμένος ο ίδιος.


Όπως γίνεται αντιληπτό, όλοι σχεδόν οι κομιτατζήδες οπλαρχηγοί της Καστοριάς σπούδασαν σε βουλγάρικα σχολεία και πολλοί εργαζόταν ως βουλγαροδιδάσκαλοι. Άλλοι κατάγονταν από οικισμούς της περιοχής, ενώ άλλοι στάλθηκαν εντεταλμένοι από τη Βουλγαρία, ως αξιωματικοί του βουλγαρικού στρατού.

Ο βουλγαροδιδάσκαλος 
και αρχικομιτατζής 
Π. Κλιάσεφ (1882-1907) 
ήταν από τα ηγετικά στελέχη της 
ΕΜΕΟ στην Καστοριά. 
Κατά το Ίλιντεν συγκρότησε ένα 
πολύ μεγάλο σώμα μαζί
με τον Τσακαλάρωφ.
Οι ίδιοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους Βούλγαρους και σε κανένα από τα απομνημονεύματά τους δεν γίνεται μνεία με τον προσδιορισμό ‘’εθνικά Μακεδόνες’’, παρά μόνο ως τόπος καταγωγής. Πολεμούσαν για τον εκβουλγαρισμό της Μακεδονίας και όχι την απελευθέρωση κάποιου άλλου ‘’μακεδονικού έθνους’’. Η δήθεν επανάσταση ‘’εθνικά Μακεδόνων’’ προστέθηκε πολύ αργότερα μέσω των πολυάριθμων μεταπολεμικών συγγραμμάτων της γιουγκοσλάβικης ιστοριογραφίας και την προσπάθεια απαγκίστρωσης των κατοίκων στα Σκόπια με τους Βούλγαρους. Το γεγονός ότι μέχρι το 1945 και την παραίτηση της Βουλγαρίας από την Μακεδονία όλοι οι παραπάνω θεωρούνταν εθνικοί ήρωες στη Σόφια, τα αποσαφηνίζει όλα. Η δράση λοιπόν των οπλαρχηγών του Κομιτάτου περιλάμβανε αρχικά δολοφονίες με ενέδρα Τούρκων μπέηδων που καταδυνάστευαν την περιοχή. Σπανιότερα ερχόταν σε κατά μέτωπο επίθεση με τούρκικα μεμονωμένα αποσπάσματα γιατί έτσι δεχόταν μεγάλες απώλειες. Όμως, από πολύ νωρίς φάνηκαν οι στόχοι των κομιτατζήδων, που περιλάμβαναν όχι μόνο τη δίωξη των Τούρκων αλλά και την εξόντωση ή τουλάχιστον τον αφελληνισμό των ελληνικών πληθυσμών. Δεκάδες είναι τα θύματα των Ελλήνων πατριαρχικών το διάστημα από το 1899 έως το 1904, πριν ακόμη εκδηλωθεί η ανοιχτή ένοπλη αντιπαράθεση Ελλήνων - Βουλγάρων. 




Ο Α. Γιαγκώφ (1857-1906) ήταν 
βερχοβιστής και συνταγματάρχης 
του βουλγάρικου στρατού που 
έδρασε για λίγο το 1902 στην 
Καστοριά. Αργότερα πολέμησε 
στην Κεντρική Μακεδονία
Ο τρόπος δράσης σε κάθε οικισμό ήταν σχεδόν πανομοιότυπος. Εκμεταλλευόμενοι την σλαβόφωνη γλώσσα αρκετών γηγενών, δρούσαν αποκλειστικά σε ορεινά χωριά που ομιλούνταν το ιδίωμα αυτό. Αρχικά, δολοφονούσαν τους Έλληνες (ή γρεκομάνους όπως τους ονόμαζαν) πρόκριτους, ιερείς και δασκάλους του χωριού και οποιοδήποτε άλλο σημαίνον πρόσωπο που θα μπορούσε να προβάλλει αντίσταση. Έπειτα, συγκέντρωναν τους χωρικούς στην εκκλησία (συνήθως βράδυ για να αποφύγουν τα τούρκικα αποσπάσματα) και τους εξανάγκαζαν να υπογράψουν δήλωση προσχώρησης στην Εξαρχία[29]. 
Τέλος, όριζαν υπεύθυνη επιτροπή που θα επέβλεπε τη στάση των χωρικών και θα ειδοποιούσε τις τσέτες σε περίπτωση μεταστροφής. Οι εκβιασμοί, οι βιαιοπραγίες και η απειλή των όπλων ανάγκασαν αρκετά ορεινά χωριά να αποδεχτούν τους όρους τους. Γεγονός πάντως είναι ότι στην εξάπλωση της Εξαρχίας συνετέλεσαν και άλλοι παράγοντες όπως η δωροδοκία Τούρκων αξιωματούχων, η βαριά φορολογία από τις πατριαρχικές μητροπόλεις και η παντελής απουσία ελληνικών ένοπλων σωμάτων, που θα μπορούσαν να αναχαιτίσουν τις ενέργειες αυτές. Μ΄αυτό τον τρόπο προσχώρησαν στην Εξαρχία (στην ουσία βρισκόταν υπο κατοχή των Βουλγάρων ανταρτών) από το 1902 έως το 1904 πολλοί οικισμοί, ενώ συχνό είναι το φαινόμενο επαναπροσχώρησης στο Πατριαρχείο, κυρίως μετά την αποτυχημένη Επανάσταση του Ίλιντεν. Φυσικά, υπήρχε φιλοβουλγάρικη μερίδα σχεδόν σε κάθε χωριό του Βιτσίου και των Κορεστείων (και σε λιγοστά Καστανοχώρια), αλλά τα αμιγή εξαρχικά χωριά ήταν ελάχιστα. Η πανίσχυρη βουλγάρικη προπαγάνδα προσπάθησε να δημιουργήσει την εντύπωση στις Μεγάλες Δυνάμεις αλλά και στους γηγενείς ότι οι Βούλγαροι αποτελούν την μεγάλη πλειοψηφία, πράγμα που επ’ ουδενί τρόπο ίσχυσε ποτέ. Αυτό αποδείχθηκε περίτρανα όταν ενεργοποιήθηκαν τα ελληνικά αντάρτικα σώματα μετά το 1904 και η τρομοκρατία των κομιτατζήδων καταπολεμήθηκε. 



Ο Μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης
(1866-1935) προσέφερε τα μέγιστα στην προστασία
των ελληνικών πληθυσμών της περιοχής από τους
κομιτατζήδες. Οργάνωσε και συντόνισε τον αγώνα
το διάστημα 1900-1907
Ο Γερμανός Καραβαγγέλης και τα πρώτα ελληνικά σώματα

Στο μεταίχμιο 19ου και 20ου αι. η διαμορφώμενη κατάσταση στη Μακεδονία ήταν εξαιρετικά εχθρική για τους ελληνικούς πληθυσμούς. Ο Πατριάρχης Κωνσταντίνος Ε’ (1833-1914) ανέλαβε να αντικαταστήσει αρκετούς αδρανείς, ανίκανους ή ακόμη και φιλοβούλγαρους ιεράρχες με νέους και δραστήριους, που θα ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικότερα την βουλγαρική λαίλαπα. Μεταξύ αυτών διορίστηκαν το 1900 ο Χρυσόστομος Καλαφάτης (1867-1922) στην Δράμα (μετέπειτα Μητροπολίτης Σμύρνης και εθνομάρτυρας στη Μικρασιατική Καταστροφή) και ο Γερμανός Καραβαγγέλης[30] (1866-1935) στην Καστοριά. Ο Καραβαγγέλης στα επτά κρίσιμα χρόνια της θητείας του στην περιοχή αποτέλεσε τον πρωταρχικό και τον βασικότερο παράγοντα της ελληνικής επαγρύπνησης, που εγκαινίασε και οργάνωσε τον ένοπλο αγώνα. Ο ίδιος αρχικά δεν επιθυμούσε αυτή τη θέση, ενώ η τραγική απουσία βοήθειας από το Πατριαρχείο και το Ελληνικό Κράτος τον οδήγησαν να υποβάλλει επανειλημμένα την παραίτησή του, η οποία δεν γινόταν δεκτή. Αξίζει να παρατεθεί μέσα από τα απομνημονεύματά του η κατάσταση στην οποία βρήκε την Καστοριά με την έλευσή του:

‘’Όταν έφτασα εκεί, βρήκα τον τόπο σε άθλια κατάσταση. Ο πόλεμος του 97 ήταν ακόμα πρόσφατος. Οι Τούρκοι από μίσος για την Ελλάδα υπεστήριζαν τας εξαρχικάς αξιώσεις, οι Βούλγαροι επωφελούντο της ψυχολογικής κατάστάσεως και ήταν κύριοι του τόπου. Οι βλέψεις του Βουλγαρικού Κομιτάτου έφταναν ως τον Αλιάκμονα και τα Καστανοχώρια, και γι΄αυτό το στρατόπεδο των συμμοριών στήθηκε στα Κορέστεια της Καστοριάς, για ν’ αποδείξουν μια μέρα στην ευρωπαϊκή διπλωματία ότι στην Καστοριά έπρεπε να χαραχθούν τα σύνορα της Μεγάλης Βουλγαρίας. Στην αρχή συγκροτήθηκαν εκεί δύο συμμορίες , η μία υπό τον Πετρώφ από το Σιστέβο για τα Κορέστεια, η άλλη υπό τον Μαρκώφ από το χωριό Πατέλι για την περιφέρεια Φλωρίνης. Τα πρώτα αιματηρά κρούσματα παρουσιάστηκαν στην Επαρχία Καστοριάς. Το Βουλγαρικό Κομιτάτο εκτελώντας το ανθελληνικό του σχέδιο άρχισε να ρίχνει τον ένα υπό τον άλλο τους στύλους των ελληνικών κοινοτήτων, για να εμπνεύσει τον πανικό και να υποτάξει τον πληθυσμό στη βουλγαρική Εξαρχία. Το ελληνικό αίμα άρχισε να βάφει τη γη της Μακεδονίας. Τα σλαβόφωνα χωριά μπρος στο τραγικό δίλημμα «Εξαρχία ή θάνατος» αποσκιρτούσαν στην Εξαρχία, και μάλιστα καθώς με τον καιρό επληθύνοντο κι οι συμμορίες με την εμφάνισι νέων οπλαρχηγών, όπως ο Τσακαλάρωφ από το Σμαρδέσι, ο Κόλες από τη Μόκραινα, ο Κώτας από τη Ρούλια, ο Μήτρος Βλάχος από το Κονομπλάτι, ο Κωνστάντωφ από τα Καστανοχώρια, ο Καρσάκωφ από το Κοστενέτσι, ο Γκέλεφ από την Τύρσια, άλλος Κόλες από τη Ντομπρόλιτσα, ο Νικόλας από το Κονομπλάτι, ο Αλέξης από το Εξί-Σου (που τούρκικα σημαίνει Ξυνό Νερό), ο Παντελής από τη Μπάνιτσα, ο Λάζος Παπα-Τράϊκωφ από τη Ντύμπενη, ο Κούζος, ο βουλγαροδιδάσκαλος του Μπλάτη, ο Χρηστώφ από τη Σταρίτσανη, ο συνταγματάρχης Γιαγκώφ από τη Ζαγορίτσανη, ο Γκουράνωφ από τη Βουλγαρία, ο Λούκας, που ήταν Βλάχος, από την Καστοριά, κι ένα σωρό άλλοι που ωπλίζοντο στη Σόφια και τους έστελναν στα Κορέστεια.Η κατάστασις γινόταν απελιστική. Οι συμμορίες συγκαλούσαν τη νύχτα τους χωρικούς μέσα σ’ εκκλησίες και αφού τους ώρκιζαν στο Κομιτάτο, τους αποσπούσαν υπό την απειλή των όπλων αναφορές προς την Εξαρχία και την Κυβέρνησι, όπου εδήλωναν ότι αποσκιρτούν στην Εξαρχία. Όσοι από τους χωρικούς εκινδύνευαν ως ύποπτοι στους Βουλγάρους κατέφευγαν στην Καστοριά, οι δάσκαλοι εγκαταλείπανε τις θέσεις τους, ιδίως μετά τον τραγικό θάνατο του δασκάλου Σετόμου Μαλιγγάνου, που έφερε τριάντα λοχισμούς, και οι ιερείς ύστερα από τη δολοφονία των ιερέων Νερετίου, Προκοπάνας και Μποσδίβιστας, άλλοι κατέφυγαν στην Καστοριά, όπως οι ιερείς της Ζορμπάνιστας, του Αποσκέπου, της Λαμπάνιτσας, της Ζαγορίτσανης, της Κολίστας, της Τειχόλιτσας, και άλλοι έμεναν στα χωριά τους σιωπώνταςκαι περιμένοντας της ημέρα της απελευθερώσεως των από την τυραννία του Βουλγαρικού Κομιτάτου.’’[31]

Ο Ι. Δραγούμης (1878-1920) 
γιός του Στέφανου ήταν υποπρόξενος 
του Μοναστηρίου και πρόξενος 
σε διάφορες πόλεις της 
Ανατ. Μακεδονίας και Θράκης. 
Το διάστημα 1902-1905 βρισκόταν 
σε συνεχή συνεργασία 
με τον Καραβαγγέλη
Ο Καραβαγγέλης το 1901 έκανε μια μεγάλη περιοδεία στα Κορέστεια και κατάφερε να επαναφέρει στο Πατριαρχείο ένα σημαντικό αριθμό οικισμών. Λειτούργησε σε εκκλησίες οικισμών που είχαν καταλάβει οι εξαρχικοί, όπως το Μακροχώρι, η Βασιλειάδα και το Σκλήθρο, αναπτερώνοντας το ηθικό των Ελληνών. Οι κομιτατζήδες προσπάθησαν αλλεπάλληλες φορές να του στήσουν ενέδρα και να τον δολοφονήσουν. Η απουσία Ελλήνων οπλαρχηγών που θα τον προστάτευαν στις περιοδείες του τον οδήγησε στην προσωπική οπλοφορία και την έκκληση στον Καϊμακάμη της Καστοριάς να του παραχωρεί περιστασιακά ένα συνοδευτικό τούρκικο απόσπασμα[32]. Πράγματι, ο Καραβαγγέλης ξεκίνησε από το μηδέν την οργάνωση του αγώνα. Αλληλογραφούσε τακτικά με τον Έλληνα πρόξενο του Μοναστηρίου Κ. Πεζά, τον υποπρόξενο Ι. Δραγούμη, τους πρωθυπουργούς του Ελληνικού Κράτους Α. Ζαΐμη και Θ. Δηλιγιάννη, με Έλληνες αξιωματικούς και το Πατριαρχείο. Οι αλλεπάλληλες δραματικές εκκλήσεις του για αποστολή έμψυχου δυναμικού ή πολεμοφοδίων από την ελεύθερη Ελλάδα έπεφταν συνεχώς στο κενό, καθώς το αποδυναμωμένο κράτος είχε αποποιηθεί την επίσημη ανάμιξη στην Μακεδονία μετά τον χαμένο πόλεμο του 1897. Οι μοναδικές ισχνές δράσεις από την Ελλάδα τα πρώτα χρόνια προέρχονται αποκλειστικά από την Εθνική Εταιρεία (μέχρι τη διάλυσή της το 1900) και την οικογένεια Δραγούμη. Σταδιακά, άρχισαν να δημιουργούνται μια σειρά από σύλλογοι που περιοριζόταν εντούτοις μόνο στην ενίσχυση της ελληνικής εκπαίδευσης και όχι την προετοιμασία του ένοπλου αγώνα. Αργότερα, από μέλη της πρώην Εθνικής εταιρείας δημιουργήθηκε ένας σύνδεσμος λοχαγών και ανθυπολοχαγών, που προσπάθησε να συγκεντρώσει χρήματα, όπλα και εθελοντές για τη Μακεδονία. Μέλη του συνδέσμου οι Π. Μελάς, Γ. Τσόντος, Κ. Αινείαν-Μαζαράκης, Α. Εξαδάκτυλος, Γ. Κατεχάκης, Δ. Αναγνωστόπουλος και Α. Κοντούλης[33]. Τελικώς, το επίσημο κράτος άργησε δραματικά να ενεργοποιηθεί κατά το 1904-05, την ώρα που βουλγάρικα σώματα δρούσαν στην Μακεδονία ήδη από το 1895. 

Ο Π. Κύρου ( -1906) ήταν σλαβόφωνος 
έλληνας οπλαρχηγός που συνεργάστηκε 
με τον Κώττα και έλληνες αξιωματικούς
εναντίον των Βουλγάρων.
Έτσι, ο Καραβαγγέλης στερούμενος βοήθειας προσπάθησε να δημιουργήσει ένα κρυφό δίκτυο μεταξύ των πατριαρχικών κάθε οικισμού που θα τον ειδοποιούσαν για τις κινήσεις των κομιτατζήδων και να πάρει με το ελληνικό μέρος διάφορους σλαβόφωνους γηγενείς οπλαρχηγούς οι οποίοι αντιδρούσαν με τις πρακτικές της ΕΜΕΟ. Μερίμνησε να φυγαδεύσει τις οικογένειές τους από την οργή των κομιτατζήδων και τους προσέφερε ορισμένα χρηματικά ποσά για τον εξοπλισμό και τη διατροφή τους, ώστε να σταματήσουν τις ληστρικές επιδρομές. Πρώτη του κίνηση ο προσεταιρισμός του καπετάν Κώττα[34], ενός αυτόνομου σλαβόφωνου οπλαρχηγού που δρούσε από το 1897 στα Κορέστεια και είχε συνεργαστεί τον προηγούμενο καιρό με την ΕΜΕΟ εναντίον των Τούρκων, αλλά αντιδρούσε στις δολοφονίες των Ελλήνων χωρικών. Έκτοτε, εναντίον του Κώττα πραγματοποιήθηκαν 3-4 απόπειρες δολοφονίας από τους βοεβόδες της περιοχής. Μετά τον Κώττα ο Μητροπολίτης προσέγγισε τον Γ. Ταρσιγιάνσκι ή Γκέλεφ[35], γνωστό βοεβόδα των Κορεστείων. Αυτός είχε έρθει σε ρήξη με τον Τσακαλάρωφ επειδή εκείνος ποθούσε τη γυναίκα του και είχε δολοφονήσει τον πατριαρχικό παπα-Ηλία της Χαλάρας, συγγενή του Γκέλεφ. Έτσι, πήρε με το μέρος του ακόμα έναν οπλαρχηγό που όμως σκοτώθηκε σε μικρό χρονικό διάστημα από τις τσέτες του Σαράφωφ (Μαϊ 1903)[36]. Επόμενος οπλαρχηγός που υποστήριξε τον αγώνα των Ελλήνων είναι ο Β. Στρεμπενιώτης[37], ανηψιός του δολοφονηθέντα παπα-Δημήτρη των Ασπρογείων. Αυτός δημιούργησε μια ομάδα 12 ατόμων και προέβη σε δολοφονίες αντεκδίκησης των Βουλγάρων. 


Ο Κωνσταντίνος Χρήστου ή
καπετάν Κώττας (1863-1905) αποτέλεσε
τον πρώτο οπλαρχηγό που έδρασε με το
ελληνικό μέρος στην περιοχή, ενώ αρχικά
συνεργάστηκε με μέλη της ΕΜΕΟ. Εδώ με
τα παιδιά του και τον Σ. Ιωαννίδη
Ακόμη, άλλοι σημαίνοντες γηγενείς οπλαρχηγοί που δραστηριοποιήθηκαν στην περιοχή της Καστοριάς πριν έρθουν τα σώματα από την Ελλάδα είναι οι συμπολεμιστές του Κώττα Π. Κύρου[38], Δ. Νταλίπης[39] και Λ. Νταϊλάκης[40], ο Ν. Σπανός[41] και ο παλιός κλέφτης Α. Καραλίβανος[42].Το πρώτο σώμα από τη νότια Ελλάδα έκανε την εμφάνισή του στην Καστοριά στις 21 Ιουνίου του 1903, ένα μόλις μήνα πριν το ξέσπασμα του Ίλιντεν. Συγκροτήθηκε από τους Γεώργιο Τσόντο και Παύλο Μελά στην Αθήνα και αποτελούνταν από 10 κρητικούς πολεμιστές. Αυτοί ήταν οι Ε. Καούδης, Γ. Πέρρος, Γ. Δικώνυμος, Λ. Βρανάς, Γ. Σεϊμένης, Γ. Ζουρίδης, Γ. Στρατινάκης, Ε. Μπονάτος, Μ. Καντουνάτος και Ν. Λουκάκης[43]. Αυτοί αφίχθησαν στην Μονή Τσιριλόβου και μετά συναντήθηκαν με τον Καραβαγγέλη και τον Στρεμπενιώτη στο Λέχοβο. Όλοι μαζί περιόδευσαν στα χωριά του ανατολικού Βιτσίου και κατά τα γεγονότα του Ίλιντεν φυγαδεύτηκαν στη Μητρόπολη. Ο Γ. Σεϊμένης παρέμεινε στο Λέχοβο, όντας ασθενής, και βρήκε τραγικό θάνατο από την ομάδα του Τσακαλάρωφ[44]. Σε πολλές πηγές αναφέρεται λανθασμένα ότι είναι το πρώτο θύμα του Μακεδονικού Αγώνα, όμως πριν από αυτόν είχαν δολοφονηθεί δεκάδες άμαχοι έλληνες χωρικοί, μερικοί οπλίτες και ο οπλαρχηγός Γκέλεφ. Μετά από δύο βδομάδες οι περισσότεροι Κρητικοί έφυγαν και περέμεινε μόνο ο Ε. Καούδης[45] που έδρασε μαζί με τον Κώττα και τους άλλους γηγενείς οπλαρχηγούς. 




Ο Β. Στρεμπενιώτης (1876-1904) αποτέλεσε σημαντικό έλληνα οπλαρχηγό πριν την έλευση
του Παύλου Μελά (φώτο κάτω αριστερά).
Ο Ε. Καούδης (1866-1956) ήταν κρητικός οπλαρχηγός, από τους πρώτους νοτιοελλαδίτες που έδρασαν στην Δυτική Μακεδονία (φώτο κάτω δεξιά).





Κοινή φωτογραφία των Τσακαλάρωφ 
και Σαράφωφ στη Βουλγαρία
Η εξέγερση του Ίλιντεν

Κατά το 1901 και 1902 τα ρωσικά και αυστριακά διαβήματα στην Τουρκία πλήθυναν, διαμαρτυρόμενα για την ανάστατη κατάσταση στη Μακεδονία. Φυσικά, το ενδιαφέρον αυτό στρεφόταν έκδηλα υπερ των συμφερόντων της ‘’φίλης’’ και συμμάχου Βουλγαρίας. Έτσι, μετά την βουλγάρικη εξέγερση του 1902 η οθωμανική εξουσία προέβη σε κάποιες κινήσεις, όπως ο διορισμός επιθεωρητών στη Μακεδονία και η πρόσληψη χριστιανών στην τουρκική χωροφυλακή, μέτρα που δεν καρποφόρησαν. Στις αρχές του 1903 συναντήθηκαν στη Βιέννη οι Υπουργοί Εξωτερικών των δύο παραπάνω δυνάμεων και συμφώνησαν σε ορισμένα μέτρα τα οποία απέστειλαν στην Κων/πολη και έγιναν αποδεκτά[46]. Παράλληλα, οι Οθωμανοί είχαν δώσει το ίδιο διάστημα αμνηστεία σε όλους τους βούλγαρους αντάρτες που είχαν συλληφθεί τα προηγούμενα χρόνια. Το γεγονός αυτό έδωσε μεγάλη ώθηση στην προετοιμασία της τελικής βουλγαρικής εξέγερσης. Η προετοιμασία των Βουλγάρων στη Μακεδονία είχε ξεκινήσει από το 1870 με την ίδρυση της Εξαρχίας και την εκπαιδευτική διείσδυση. Συνεχίστηκε με την εμφάνιση ένοπλων σωμάτων από το 1897 που τρομοκρατούσαν και εκβίαζαν τους γηγενείς πληθυσμούς. Όλη αυτή η πολυετής κίνηση κορυφώθηκε τελικά με την εξέγερση του Ίλιντεν, που εκδηλώθηκε στις 20 Ιουλίου του 1903. Νωρίτερα, οι παράμετροι αυτής της εξέγερσης προσδιορίστηκαν τον Απρίλιο του 1903 σε Συνέδριο στο Σμίλεβο του Κρουσόβου, τόπο καταγωγής του Ν. Γκρούεφ. Από την περιοχή της Καστοριάς ως αντιπρόσωποι στάλθηκαν οι Κλιάσεφ και Τσακαλάρωφ, ενώ ηγετικές μορφές του συνεδρίου αποτέλεσαν οι Ν. Γκρούεφ και Μ. Σαράφωφ. Ακολούθησε και δεύτερο συνέδριο στο ίδιο μέρος στις 13 Ιουλίου του 1903. Λίγο πριν το ξέσπασμα της επανάστασης είχαν συγκεντρωθεί περίπου 1600 βούλγαροι αντάρτες μόνο στη Δυτική Μακεδονία, ενώ σε ολόκληρη είχαν διαμοιρασθεί περίπου 40000 όπλα[47].

Οι Τσακαλάρωφ και Κλιάσεφ μαζί με άλλους αντάρτες
Ως πρόδρομα γεγονότα της Επανάστασης του Ίλιντεν χαρακτηρίζονται δύο ανατινάξεις σιδηροδρομικών γεφυρών στο Σβίλεγκραντ και τη Δράμα, η απόπειρα ανατίναξης μιας αμαξοστοιχίας, πολλές δολιοφθορές, η ανατίναξη του γαλλικού πλοίου Γκουαλνταγκιβίρ στο λιμάνι της Θεσ/νίκης και οι τοποθετήσεις βομβών στην Οθωμανική Τράπεζα, την ελληνική Μητρόπολη, το Ταχυδρομείο και πολλές ελληνικές οικίες της ίδιας πόλης. Στην Καστοριά οι Τούρκοι εισέβαλλαν στις 26 Απριλίου στην Κρυσταλλοπηγή και έκαψαν τα 233 από τα 300 σπίτια του χωριού, σκοτώνοντας 85 κατοίκους. Βουλγάρικο σώμα υπό τον Τσακαλάρωφ βρίσκει την ευκαιρία και μετά την απομάκρυνση των Τούρκων εισβάλλει στο χωριό καίγοντας το πατριαρχικό σχολείο και την εκκλησία και δολοφονώντας πατριαρχικούς. Στις αρχές Μαΐου δίνεται μάχη στο Ανταρτικό μεταξύ οθωμανικού στρατού και μελών της ΕΜΕΟ και στις 12 Ιουνίου σε υψώματα κοντά στο Δεντροχώρι[48].

Ο Ι. Ποπώφ (1871-1921) ήταν 
απεσταλμένος αξιωματικός του 
βουλγαρικού στρατού που έδρασε 
κατά το Ίλιντεν στην Καστοριά
Με το ξημέρωμα της 20ης Ιουλίου (2 Αυγούστου με το νέο ημερολόγιο) οι πολυάριθμες τσέτες των Βουλγάρων ξεχύθηκαν σε πολλές περιοχές της Βορειοδυτικής Μακεδονίας. Ήταν ημέρα της εορτής του Προφήτη Ηλία και γι΄αυτό η εξέγερση πήρε το όνομα Ίλιντεν (= μέρα του Ηλία). Η περιοχή της Καστοριάς κατατμήθηκε σε πέντε υποπεριοχές και αρχηγοί ορίστηκαν οι Τσακαλάρωφ, Κλιάσεφ, Ροζώφ και Νικόλωφ με γενικό αρχηγό τον Λ. Ποπτράϊκωφ, ενώ σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν επίσης οι Μήτρο Βλάχος, Ποπχρίστωφ, Ποπώφ και Αντρέεφ. Αρχικά τα συνασπισμένα βουλγάρικα σώματα επιτέθηκαν με επιτυχία σε μεμονωμένα τούρκικα στρατιωτικά αποσπάσματα της περιοχής των Κορεστείων. Τέτοιες επιθέσεις έγιναν στο Ανταρτικό, τον Κώττα, τη Βυσσινιά και τη Βίγλιστα, ενώ παράλληλα προέβησαν σε πολλές ληστείες και αρπαγές. Μαζί με τους κομιτατζήδες δραστηριοποιήθηκε και ο καπετάν Κώττας, ενώ τα υπόλοιπα ελληνικά σώματα ήταν εξαφανισμένα, εκτός ίσως από αυτό του Καραλίβανου και του Στρεμπενιώτη που άσκησε μικρή αντίσταση κατά την κατάληψη της Κλεισούρας. Η εξέγερση αυτή δεν είχε επ΄ουδενί τρόπο καθολικό χαρακτήρα, ούτε υποστηριζόταν από την πλειοψηφία των γηγενών κατοίκων. Αποτελούσε αποκλειστικά επανάσταση των Βουλγάρων ή βουλγαριζόντων ανταρτών που δρούσαν στην Δυτική Μακεδονία και εξαρχικών χωρικών, οπαδών τους. Τραγική απόδειξη του παραπάνω αποτελεί η στρατολόγηση με τη βία ανδρών του Ανταρτικού (3 Αυγ), η αναγκαστική επίταξη τροφίμων του οικισμού Φλάμπουρο (7 Αυγ) και η βαριά υποχρέωτική φορολογία που επέβαλλαν στους κατοίκους της Κλεισούρας (5-27 Αυγ)[49]. Αν οι ντόπιοι ήταν πραγματικά με το βουλγάρικο μέρος τότε αυτοβούλως θα συνέδραμαν στο έργο τους, πράγμα που δεν συνέβη. Ούτε θα παρέδιδαν τα όπλα που τους είχαν δωθεί όταν εμφανίστηκε ο τούρκικος στρατός. Επίσης, κύριος στόχος των ανταρτών ήταν οι πατριαρχικοί Έλληνες και δευτερευόντως οι Οθωμανοί. Δεν είναι τυχαίο που ως κέντρα της εξέγερσης επιλέχθηκαν τα πολυπληθή και εύρωστα βλαχοχώρια Κλεισούρα, Νυμφαίο και Κρούσοβο, όπου αποτελούνταν κυρίως από ελληνικής συνείδησης πληθυσμούς. Οι βούλγαροι επαναστάτες σ΄αυτά τα χωριά είχαν ελάχιστους οπαδούς, αλλά γνώριζαν ότι τα τουρκικά αντίποινα εδώ θα ήταν βαρύτατα μετά τη φυγή τους. 

Οι συνασπιμένες τσέτες Τσακαλάρωφ,
Κλιάσεφ, Ποπώφ, Ροζώφ και Αντρέεφ
κατά την κατάληψη της Κλεισούρας
στις 23 Ιουλίου/5 Αυγούστου 1903
Έτσι, στις 2 Αυγούστου 800 αντάρτες κατέλαβαν το Κρούσοβο, στις 5 Αυγούστου συγκεντώθηκαν πολλές τσέτες και κατέλαβαν την Κλεισούρα, ενώ στις 12 του μηνός καταλαμβάνουν το Νυμφαίο. Η παρουσία τους τερματίστηκε στις 27 Αυγούστου και κατά τη φυγή τους πυρπόλησαν τα χωριά Βασιλειάδα, Βέργα και Πολυκέρασος για αντιπερισπασμό στον τούρκικο στρατό που ερχόταν. Στο Κρούσοβο κηρύχθηκε η ίδρυση της ‘’Δημοκρατίας του Κρούσοβο’’ που διατηρήθηκε για 10 μόλις μέρες, έως την τούρκικη κατάληψη. Παράλληλα, εκδηλώθηκαν κάποιες μεμονωμένες εξεγέρσεις στην Ανατολική Μακεδονία υπό τον Γ. Σαντάνσκι και την περιοχή της Ανδριανούπολης. Στην Καστοριά, στις 19 Αυγούστου πραγματοποιήθηκαν επίθεσεις στο Βατοχώρι και το Πισοδέρι, όπου δολοφονήθηκαν πολλοί άμαχοι πατριαρχικοί, ακόμα και παιδιά, ενώ στη συνέχεια πυρπολούνται σπίτια Ελλήνων στο Νεστόριο, το Τοιχιό και τον Πεύκο[50]. Κάθε επαναστατική εστία έσβησε μέσα στον Σεπτέμβριο του 1903 μετά από βίαιες τούρκικες επεμβάσεις. Σε αυτό το διάστημα οι μοναδικές επιθέσεις των κομιτατζήδων σε μουσουλμανικά χωριά της περιοχής ήταν αυτές στον Άγιο Αντώνιο και ελάχιστα τουρκαλβανικά χωριά του Γράμμου, όπως τα Φούσια. Όλες οι υπόλοιπες στρεφόταν ενάντια σε πατριαρχικούς πληθυσμούς, εκτός βέβαια από τις εκτεταμένες συμπλοκές με τον τακτικό οθωμανικό στρατό.

Τα παιδιά του Ορφανοτροφείου Καστοριάς 
μαζί με τον Γερμανό Καραβαγγέλη
Η τουρκική απάντηση στις επαναστατικές ενέργειες των Βουλγάρων ήταν άμεση και δυσανάλογα σκληρή. Η μεγάλη πλειοψηφία των ανταρτών διέφυγε στην Βουλγαρία και η μανία των Τούρκων ξέσπασε πάνω στους γηγενείς πληθυσμούς, περισσότεροι από τους οποίους δεν συμμετείχαν καν στην εξέγερση. Οι απατηλές υποσχέσεις των κομιτατζήδων σε γηγενείς πληθυσμούς επιβεβαιώθηκαν με τον χειρότερο τρόπο, καθώς εγκαταλείφθηκαν στην μοίρα τους. Εκείνο το διάστημα καταστράφηκαν ολοσχερώς περίπου 20 χωριά του Καζά Καστοριάς, που είχαν προσχωρήσει πρόσφατα στην Εξαρχία βίαια ή αυτοβούλως. Στον μακρύ κατάλογο των δολοφονηθέντων από τους Βουλγάρους τα προηγούμενα έτη, προστέθηκαν ακόμη 103 θύματα των τουρκικών ωμοτήτων. Ο αριθμός αυτός βασίζεται σε γνωστές αναφορές, αλλά το πιθανότερο είναι να είναι μεγαλύτερος. Φυσικά, τα περισσότερα θύματα ήταν εξαρχικοί, όμως μαζί περιλαμβάνονται και πολλοί πατριαρχικοί, που θα ήταν περισσότεροι αν δεν επεμβαίνε ο Μητροπολίτης Γερμανός και κάποιοι Έλληνες οπλαρχηγοί όπως ο Καραλίβανος[51]. Μέσα στον Αύγουστο του 1903 τα πολυάριθμα στρατεύματα[52] του Χουσεΐν Χουσνή Πασά κατέστρεψαν σχεδόν ολοσχερώς τον Αγ. Δημήτριο, την Άνω και Κάτω Λεύκη, τον Άνω και Κάτω Κρανιώνα, το Βαρικό, τη Βασιλειάδα, τη Βέργα, τη Βυσσινιά, το Δενδροχώρι, την Ιεροπηγή, τον Μελισσότοπο, τον Μαυρόκαμπο, το Μοσχοχώρι, την Οξυά, τον Πολυκέρασο και τον Σταυροπόταμο, ενώ έκαψαν αρκετά σπίτια του Σιδηροχωρίου και της Χαλάρας. Στον Καζά της Φλώρινας κατέκαψαν ολοσχερώς τα Άλωνα, την Ιτιά, την Περικοπή και την Υδρούσσα, όπως και την Βλάστη στον Καζά Καϊλαρίων[53]. 
Περίπου 300 γυναικόπαιδα από τα πληγέντα χωριά κατέφυγαν για προστασία στην Μητρόπολη της Καστοριάς, ενώ περίπου 5000 συγκεντρώθηκαν στη Μονή Αγ. Αναργύρων, ζητώντας από τον Καραβαγγέλη συγχώρεση και βοήθεια. Αυτός συγκέντρωσε τρόφιμα και χρήματα και τα μοίρασε στους χωρικούς, μαζί με αυτά που έστειλε το Ελληνικό Κράτος μέσω του βουλευτή Ι. Καυταντζόγλου[54]. Επίσης, τους έβαλε να υπογράψουν δήλωση επαναπροσχώρησης στο Πατριαρχείο με αποτέλεσμα να μην υπάρχει σχεδόν κανένα εξαρχικό χωριό στα τέλη του 1903 και αρχές του 1904. Ακόμη, έκλεισε το βουλγάρικο σχολείο της Καστοριάς και ιδρύθηκε ορφανοτροφείο για τα παιδιά των θυμάτων.
Την περίοδο μετά το Ίλιντεν οι σχέσεις Τουρκίας - Βουλγαρίας ήταν τεταμένες, λόγω της βοήθειας και του ασύλου που παρείχε η δεύτερη στους επαναστάτες, ενώ ήταν ανοιχτό το ενδεχόμενο να επέρθει εκτεταμένη πολεμική σύγκρουση. Για τον λόγο αυτό οι Μεγάλες Δυνάμεις και εγγυήτριες της Συνθήκης του Βερολίνου ξεκίνησαν μια σειρά διαβουλεύσεων που κατέληξαν στο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων της Μυρστέγης (Οκτώβριος 1903). Η Τουρκία μετά από πιέσεις δέχθηκε τα έννέα σημεία της συνθήκης, που στην ουσία επαναλάμβανε τους όρους της Βιέννης και επιπρόσθετα προέβλεπε επαναπατρισμό και αποζημίωση των ‘’προσφύγων’’ στη Βουλγαρία[55][56]. Η βουλγαρική πολιτική εκμεταλλεύθηκε με τον πιο απροκάλυπτο τρόπο την εξέγερση, προπαγανδίζοντας ότι επρόκειτο για ένα καθολικό κίνημα, ενώ επέρριπτε την συνολική ευθύνη στην Τουρκία. Προσπαθούσε να διαμορφώσει μια πλαστή εικόνα στις κοινωνίες των χωρών της Δυτικής Ευρώπης μέσω του Βαλκανικού Κομιτάτου στο Λονδίνο και των πολυάριθμων φιλοβουλγαρικών εντύπων. Φυσικά, αυτή η βουλγάρικη στάση δεν συγκρίνεται καν με την μεταπολεμική γιουγκοσλαβική ιστοριογραφία του 20ου αι., που μετέφερε την προπαγάνδα σε νέα επίπεδα, υποστηρίζοντας πως το Ίλιντεν ήταν καθολικό κίνημα των ‘’Μακεδόνων’’ και αποτέλεσε την εθνογένεση του ‘’μακεδονικού έθνους’’. Ασύληπτοι φενακισμοί που είχαν σκοπό την διαφοροποίηση των κατοίκων της Νότιας Γιουγκοσλαβίας με τους Βουλγάρους, οι οποίοι οργάνωσαν εν τέλει το Ίλιντεν.
Οι μεγάλοι ηττημένοι της εξέγερσης του Ίλιντεν ήταν οι γηγενείς κάτοικοι της Μακεδονίας και ιδίως οι ελληνικοί πληθυσμοί. Η ελληνική κοινή γνώμη σοκαρισμένη ζητούσε πλέον ελληνική επέμβαση και το αδρανές Ελληνικό Κράτος δέχθηκε το επόμενο διάστημα την αποστολή Ελλήνων αξιωματικών και αντάρτικων σωμάτων, που θα οδηγήσει στον τετραετή ένοπλο αγώνα για τη Μακεδονία.

Το χρονικό του Ίλιντεν στην Καστοριά 

20 Ιουλ/2 Αυγ
Οι ομάδες των Ποπτράϊκωφ, Τσακαλάρωφ συναντώνται κοντά στον Κρανιώνα και κηρύσσουν την επανάσταση στην περιοχή. Σε διάστημα δύο ημερών εξεγείρονται ή εξαναγκάζονται να εξεγερθούν αρκετά χωριά στο Τρικλάριο, τα Κορέστεια και το δυτικό Βίτσι
21 Ιουλ/3 Αυγ
Οι απεσταλμένοι κρητικοί πορευόμενοι προς την Καστοριά συγκρούονται με ομάδες κομιτατζήδων κοντά στη Λιθιά. Γίνεται επίθεση ανταρτών σε τούρκικες φρουρές στη Βυσσινιά και το χωριό Κώττας. Στρατολογούνται με τη βία άνδρες από το Ανταρτικό
22 Ιουλ/4 Αυγ
Ο βοεβόδας Κόλε Αντρέεφ αποτυγχάνει να καταλάβει την Κλεισούρα χάρη στην τοπική τούρκικη φρουρά και το σώμα του Στρεμπενιώτη
23 Ιουλ/5 Αυγ
Οι 9 Κρητικοί αψιμαχούν με τις συνασπισμένη ομάδα των Τσακαλάρωφ και Κλιάσεφ και καταφεύγουν στη Μονή Τσιριλόβου. Την ίδια μέρα καταλαμβάνεται η Κλεισούρα από πολυάριθμες τσέτες και σκοτώνεται ο Γ. Σεϊμένης
24 Ιουλ/6 Αυγ
Καταστρέφεται ολοσχερώς από τις τσέτες το μουσουλμανικό χωριό Αγ. Αντώνιος από το σώμα του Ποπτράϊκωφ
26 Ιουλ/8 Αυγ
Γίνονται συμπλοκές κοντά στο Σιδηροχώρι και πυρπολούνται μερικά σπίτια
28 Ιουλ/10 Αυγ
Καταστρέφεται το Δεντροχώρι από τους Τούρκους και έπειτα δίνεται μεγάλη μάχη με βουλγάρικα σώματα. Συνασπισμένοι κομιτατζήδες προσβάλλουν τα τουρκαλβανικά χωριά Βίγλιστα και Καπεστίτσα του Καζά Κορυτσάς
4/17 Αυγ
Οι Τούρκοι καταστρέφουν Λεύκη, την Ιεροπηγή και τον Αγ. Δημήτριο. Ο Ποπχρίστωφ επιτίθεται στο Πισοδέρι και επακόλουθα οι Τούρκοι καίουν τα Άλωνα
12/ 25 Αυγ
Συνασπισμένες τσέτες καταλαμβάνουν το Νυμφαίο
13/26 Αυγ
Τούρκικο στράτευμα συμπλέκεται με κομιτατζήδες κοντά στη Φωτεινή. Πυρπολεί την Μεταμόρφωση, τον Πολυκέρασο και δίνεται μάχη στην Περικοπή, η οποία καταστρέφεται παντελώς. Έπειτα, τούρκικα τμήματα πυρπολούν σπίτια στην Οξυά, τη Βυσσινιά, τον Μαυρόκαμπο, τη Χαλάρα και τον Κρανιώνα
14/27 Αυγ
Ο τούρκικος στρατός πυρπολεί τον Μελισσότοπο, τον Σταυροπόταμο, την Βασιλειάδα, την Βέργα και εισέρχεται στην Κλεισούρα. Τις επόμενες μέρες καταφεύγουν χιλιάδες γυναικόπαιδα στην Μονή Αγ. Αναργύρων και την Μητρόπολη, ζητώντας βοήθεια από τον Γερμανό Καραβαγγέλη
16/29 Αυγ
Οι βούλγαροι αντάρτες καίνε σπίτια στη Βέργα, τη Βασιλειάδα και τον Πολυκέρασο, καθώς υποχωρούν από την Κλεισούρα. Ο τουρκικός στρατός καταστρέφει ολοσχερώς το Βαρικό
19 Αυγ/1 Σεπ
Οι τσέτες Τσακαλάρωφ και Κλιάσεφ κινούμενες προς την Κρυσταλλοπηγή εισβάλλουν στο Βατοχώρι, πυρπολώντας και δολοφονώντας τον έλληνα πρόεδρο και άλλους πρόκριτους, ενώ οι περισσότεροι άνδρες πολεμούσαν με το σώμα του Κώττα στην Πρέσπα
22 Αυγ/4 Σεπ
Σκοτώνονται χωρικοί στο Ποιμενικό (Βαψώρι) από τους Τούρκους
27 Αυγ/9 Σεπ
Αποφασίζεται η αναστολή της δράσης των βουλγάρικων αντάρτικων ομάδων στην περιοχή. Οι περισσότεροι κομιτατζήδες κινούνται βόρεια και καταφεύγουν στη Βουλγαρία
28 Αυγ/10 Σεπ
Οι Τούρκοι καταστρέφουν το Μοσχοχώρι
29 Αυγ/11 Σεπ
Δίνεται η τελευταία μάχη κοντά στον Απόσκεπο μεταξύ τούρκικου στρατου και τις εναπομείνασες συνασπισμένες τσέτες. Πυρπολούνται μερικά σπίτια στο χωριό από τους Τούρκους
1/14 Σεπ
Ο Τσακαλάρωφ πυρπολεί σπίτια και σκοτώνει έλληνες πατριαρχικούς στο Νεστόριο
3/16 Σεπ
Ο Τσακαλάρωφ πυρπολεί σπίτια στον Πέυκο και τον τουρκαλβανικό οικισμό Φούσια. Οι βοεβόδες Ροζώφ και Τοσνίτσεφ πυρπολούν σπίτια στο Τοιχιό
11/24 Οκτ
Ο Κώττας αιχμαλωτίζει τον Ποπτράϊκωφ κοντά στο Πράσινο κατ’ εντολή του Καραβαγγέλη και τον σκοτώνουν οι Π. Κύρου και Τ. Λαντζάκης
17/30 Οκτ
Οι Κλιάσεφ και Τσακαλάρωφ μεταμφιεσμένοι διαφεύγουν στην νότια Ελλάδα και στη συνέχεια στη Βουλγαρία

πηγές εικόνων: 
αρχείο Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα Θεσ/νίκης
περιοδικό Ilyustratsia Ilinden (βουλγ), Sofia 1927-1938
Απομνημονεύματα Γερμανού Καραβαγγέλη. Ο Μακεδονικός Αγών, Μπαρμπουνάκης, Θεσ/νίκη, 1993
Ο Μακεδονικός Αγών και τα εις Θράκην γεγονότα, ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αθήναι, 1979
H. Silyanov, Pisma i izpovedi na edin chetnik. Spomeni ot Strandzha (βουλγ), Sofia 1967
L. Miletich, Purviyat tsentralen komitet (Memoirs of Dr. Hristo Tatarchev) (βουλγ), Materiali za istoriyata na Makedonskoto osvoboditelno dvizhenie, vol. IX, Makedonski Nauchen Institut, Sofia, 1928
T. Bajdaroff, Le Mouvement en Macedoine, Sofia, 1918
en.wikipedia.com (public domain)
bg.wikipedia.com (public domain)


[1] D. Dakin, The Greek Struggle in Macedonia 1897-1913, Berkley University, 1966, California, σ. 47
[2] L. Miletich, Purviyat tsentralen komitet (Memoirs of Dr. Hristo Tatarchev) (βουλγ), Materiali za istoriyata na Makedonskoto osvoboditelno dvizhenie, vol. IX, Makedonski Nauchen Institut, Sofia, 1928, σ.
[3] Στη βουλγάρικη βιβλιογραφία η οργάνωση ονομάζεται BMΡΟ και στη γιουγκοσλάβικη (σκοπιανή) VMΡΟ
[4] D. Dakin, The Greek Struggle in Macedonia 1897-1913, Berkley University, 1966, California, σ. 57
[5] Κ. Βακαλόπουλος, Η Μακεδονία στις παραμονές του Μακεδονικού Αγώνα (1894-1904), Μπαρμπουνάκης, Θεσ/νίκη, 1986, σ. 75-80
[6] Τ. Popovski, Macedonian diary (βουλγ), Fema, Sofia, 2006, σ.
[7] L. Miletich, Osvoboditelnata borba v Kostursko (Memoirs of Pando Klyashev) (βουλγ), Materiali za istoriyata na Makedonskoto osvoboditelno dvizhenie, vol. IΙ, Makedonski Nauchen Institut, Sofia, 1925, σ. 11
[8] ο.π, σ. 32
[9] ο.π, σ. 40
[10] Γ. Μόδης, Μακεδονικός αγών και μακεδόνες αρχηγοί, ΕΜΣ, Θεσ/νίκη, 1967, σ. 153-159
[11] Ο Μακεδονικός Αγών και τα εις Θράκην γεγονότα, ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αθήναι, 1979, σ. 69
[12] D. Dakin, The Greek Struggle in Macedonia 1897-1913, Berkley University, 1966, California, σ. 66, 67
[13] Ο Μήτρο Βλάχος (1873-1907) γεννήθηκε στο Μακροχώρι (Κονομπλάτι) και ήταν βλάχικης καταγωγής από την Πλιάσα της Κορυτσάς. Το γεγονός αυτό δεν τον εμπόδισε να γίνει μια από τις πιο εγκληματικές φυσιογνωμίες ανάμεσα στους κομιτατζήδες της περιοχής. Η όψη του ήταν πραγματικά τρομακτική και έδρασε κυρίως στα Κορέστεια και δευτερευόντως στα Καστανοχώρια και τις Πρέσπες. Μυήθηκε το 1901 στην ΕΜΕΟ, εντάχθηκε στην τσέτα του Πετρώφ και τα πρώτα χρόνια συνεργάστηκε με τον Κώττα μέχρι να δημιουργήσει τη δική του ομάδα. Σκοτώθηκε από τον τουρκικό στρατό στην Λεύκη το 1907 μετά από υπόδειξη του Γερμανού Καραβαγγέλη.
[14] Ο Λαζάρ Ποπτράϊκωφ (1878-1903) κατάγονταν από το Δεντροχώρι (Ντέμπενη) και είχε σπουδάσει στο βουλγάρικο Γυμνάσιο Θεσ/νίκης, όπου εντάχθηκε στην ΕΜΕΟ. Ξεκίνησε από πολύ νωρίς τις προπαγανδιστικές του δράσεις ως δάσκαλος και φυλακίστηκε συνολικά 3 φορές από τους Τούρκους για δολοφονίες και επαναστατική δράση. Πριν από την Επανάσταση του Ίλιντεν διορίστηκε γενικός αρχηγός για την περιοχή της Καστοριάς. Δολοφονήθηκε από τους Π. Κυρου και Τ. Λαντζάκη στο Πράσινο τον Οκτώβριο του 1903.
[15] Ο Βασίλ Τσακαλάρωφ (1874-1913) ίσως αποτελεί την ειδεχθέστερη μορφή από τους κομιτατζήδες που έδρασαν στην Καστοριά. Διακρινόταν για την απίστευτη σκληρότητά του και τον σκληροτράχηλο χαρακτήρα του. Δολοφόνησε δεκάδες έλληνες άμαχους και προσπάθησε επανειλλημένα να σκοτώσει τον καπετάν Κώττα και τον Γερμανό Καραβαγγέλη. Χαρακτηριστική παραμένει η δολοφονία όλων των ηλικιωμένων προκρίτων του Βατοχωρίου και η περίπτωση τριών άμαχων πατριαρχικών γυναικών από τη Λεύκη, τις οποίες ξεκοίλιασε και κρέμασε από ένα δέντρο. Γεννήθηκε στην Κρυσταλλοπηγή (Σμαρδέσι) και μετέβη στην Βουλγαρία, απ’ όπου στάλθηκε στην Καστοριά. Ασχολήθηκε επιτυχώς με το λαθρεμπόριο όπλων από την Ελλάδα και διαδραμάτισε σημαίνοντα ρόλο στο Ίλιντεν. Σκοτώθηκε από τον ελληνικό στρατό στην Δροσοπηγή Φλώρινας κατά τον 2ο Βαλκανικό Πόλεμο. Σώζονται τα απομνημονεύματά του.
[16] Ο Πάντο Κλιάσεφ (1882-1907) καταγόταν από την Κρυσταλλοπηγή (Σμαρδέσι), σπούδασε σε Θεσ/νίκη και Μοναστήρι, και διορίστηκε δάσκαλος στο χωριό του. Εντάχθηκε από νωρίς στην τσέτα του Μάρκο Λερίνσκι και αργότερα δημιούργησε τη δική του, αλληλοσυμπληρώνοντας συχνά τον Τσακαλάρωφ. Σκοτώθηκε από τον τουρκικό στρατό το 1907 στον Κρανιώνα. Τα απομνημονεύματά του αποτελούν μια πηγή για την δράση της ΕΜΕΟ στην Καστοριά.
[17] Ο Αθάνας Κερσάκωφ (1883-1907) γεννήθηκε στην Ιεροπηγή (Κωστενέτσι) και πήγε για σπουδές στο Μοναστήρι. Εντάχθηκε αρχικά στην τσέτα του Μάρκο Λερίνσκι και αργότερα ασχολήθηκε με την προμήθεια όπλων από την Ελλάδα. Αυτοκτόνησε το 1907 μετά από περικύκλωση των σωμάτων Τόμπρα και Πλατανιά στην Πτελέα. 
[18] Ο Χρήστο Σιλιάνωφ (1880-1939) γεννήθηκε στην Κων/πόλη και σπούδασε στο βουλγάρικο σχολείο της Θεσ/νίκης. Διορίστηκε δάσκαλος στο Πρίλεπ και την Φλώρινα και ακολούθησε τον Μ. Λερίνσκι. Για κάποιο διάστημα συνεργάστηκε με τον Τσακαλάρωφ στην προμήθεια όπλων. Κατά το Ίλιντεν έδρασε στην Ανατολική Ρωμυλία και πολέμησε στους Βαλκανικούς Πολέμους με τον βουλγάρικο στρατό. Αργότερα, έμεινε μόνιμα εκεί, εργάστηκε ως δημοσιογράφος και εξέδωσε τα απομνημονεύματά του.
[19] Ο Λαζάρ Μοσκώφ (1877-1902) καταγόταν από το Δεντροχώρι (Ντέμπενη) και σπούδασε στο βουλγάρικο Γυμνάσιο της Θεσ/νίκης, όπου μυήθηκε στην ΕΜΕΟ. Αυτοκτόνησε στην Βυσσινιά το 1902 κατά τη συμπλοκή με τούρκικο απόσπασμα.
[20] Ο Νικόλα (Κόλε) Αντρέεφ (1879-1911) γεννήθηκε στο Βαρικό (Μόκρενη) Φλωρίνης και πήγε στην Βουλγαρία, όπου σπούδασε και εντάχθηκε στον βουλγαρικό στρατό. Το 1902 στάλθηκε στην Καστοριά για να αναπτύξει αντάρτικη δράση. Το 1905 έκαψε το μοναστήρι του Τσιριλόβου και δολοφόνησε τους μοναχούς. Έδρασε αρχικά στις ανατολικές περιοχές της Καστοριάς και αργότερα σε περιοχές της Φλώρινας και της Πτολεμαΐδας. Μετά το 1908 έγινε δάσκαλος και σκοτώθηκε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες το 1911. 
[21] Ο Γκιόργκι Παπάντσεφ (1870-1903) γεννήθηκε στην Κορομηλιά (Σλίβενη) και μετοίκησε μικρός στην Βουλγαρία. Εκεί έγινε αξιωματικός του βουλγάρικου στρατού και το 1902 στάλθηκε στην Καστοριά, συνεργαζόμενος αρχικά με τον Μήτρο Βλάχο. Έδρασε κυρίως στην περιοχή της Φλώρινας και πριν το Ίλιντεν ορίστηκε γενικός αρχηγός. Σκοτώθηκε όμως πρίν την επανάσταση στην Βεύη από τον οθωμανικό στρατό.
[22] Ο Ιβάν Ποπώφ (1871-1921) καταγόταν από την περιοχή του Νευροκοπίου της Ανατ. Μακεδονίας και κατατάχθηκε αρχικά στον βουλγάρικο στρατό. Αργότερα ακολούθησε τον Μάρκο Λερίνσκι και το 1902 στάλθηκε από τον Γκότσε Ντέλτσεφ ως επικεφαλής της ΕΜΕΟ στην Καστοριά. Ασχολήθηκε με την προμήθεια όπλων και δημιούργησε την δική του μικρή ομάδα. Συμμετείχε στα δραματικά γεγονότα του Ίλιντεν και συνέχισε να είναι ο αρχηγός μέχρι το τέλος των εχθροπραξιών. Στους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο πολέμησε με τον βουλγάρικο στρατό και πέθανε το 1921 στην Βουλγαρία. Άφησε και αυτός απομνημονεύματα. 
[23] Ο Κούσμαν (Κούζο) Στέφοβα (1875-1902) γεννήθηκε στην Βασιλειάδα (Ζαγορίτσανη) και σπούδασε σε Μοναστήρι και σε Θεσ/νίκη. Διορίστηκε ως βουλγαροδιδάσκαλος στο Άργος Ορεστικό και φυλακίστηκε για κάποιο διάστημα. Το 1902 αυτοκτόνησε στο Σιδηροχώρι, περικυκλωμενος από τον τούρκικο στρατό.
[24] Ο Νικόλα (Κόλε) Ντομπρολίτσκι (1879-1906) γεννήθηκε στο Καλοχώρι (Ντομπρόλιστα) και έδρασε στην περιοχή του Νεστορίου. Μετά το Ίλιντεν κατέφυγε στη Βουλγαρία αλλά επέστρεψε ως επικεφαλής πλέον όλης της περιοχής του Νεστορίου. Αυτοκτόνησε το 1906 στο χωριό του.
[25] Ο Γκεόργκι Χρηστώφ (1876-1964) γεννήθηκε στο Ασπρονέρι (Σκραπάρι) και σπούδασε σε Θεσ/νίκη και Μοναστήρι. Διορίστηκε δάσκαλος στην Ομορφοκκλησιά και στο Άργος Ορεστικό. Δημιούργησε τσέτα μαζί με τον Κ. Σκούρτωφ και έδρασε στα Καστανοχώρια, ιδίως γύρω από τα Λακκώματα. Συνελήφθη αλλεπάλληλες φορές από τους Τούρκους και κατέφυγε στην Βουλγαρία. Ήταν ένας από τους μοναδικούς κομιτατζήδες της εποχής του που επανήλθε στην περιοχή το 1941 ως συνεργάτης πλέον των Γερμανών και βοήθησε στο να δημιουργηθούν τα τάγματα ασφαλείας των κομιτατζήδων της γερμανικής κατοχής. Συνέγραψε τα απομνημονεύματά του και πέθανε στη Βουλγαρία το 1964. 
[26] Ο Κωνστάντο Ζίφκωφ (περισσότερο γνωστός ως Κωνστάντωφ) ( -1904) γεννήθηκε στην Κολοκυνθού (Τίκφενη) και εντάχθηκε στην ΕΜΕΟ το 1901. Ανέπτυξε δράση στα Καστανοχώρια, όπου σκότωσε αρκετούς Έλληνες προκρίτους. Στα τέλη του 1904 συγκρούστηκε με το σώμα του Τσόντου Βάρδα στον Άγιο Ηλία και πέθανε από ασφυξία μετά από πυρπόληση του κτίσματος, όπου είχε κατάφύγει.
[27] Ο Ανάστας Γιαγκώφ (1857-1906) γεννήθηκε στη Βασιλειάδα (Ζαγορίτσανη), σπούδασε στην Κωνσταντινούπολη και εγκαταστάθηκε στη Βουλγαρία όπου αναδείχθηκε σε συνταγματάρχη. Συμμετείχε στον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1878. Στάλθηκε το 1902 στην Καστοριά για να προετοιμάσει την επανάσταση των Βερχοβιστών και να έλθει σε συμφωνία με τους Σεντραλιστές. Συγκάλεσε συνελεύσεις με την ηγεσία της ΕΜΕΟ στην Καστοριά, αλλά η προσέγγιση αυτή απέτυχε. Προσπάθησε να προσεταιριστεί τον Κώττα και συνεργάστηκε μαζί του σε κάποιες μικρής σημασίας μάχες με τους Τούρκους. Έφυγε απογοητευμένος από την Καστοριά και έδρασε στην περιοχή του Πιρίν, όπου σκοτώθηκε από τον τούρκικο στρατό.
[28] Ο Μακεδονικός Αγών και τα εις Θράκην γεγονότα, ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αθήναι, 1979, σ. 73, 74
[29] Απομνημονεύματα Γερμανού Καραβαγγέλη. Ο Μακεδονικός Αγών, Μπαρμπουνάκης, Θεσ/νίκη, 1993, σ. 28
[30] Ο Μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης (1866-1935), κατά κόσμον Στυλιανός, γεννήθηκε στη Στύψη της Λέσβου και φοίτησε αρχικά στο Αδραμμύττι, μετά στην Θεολογική σχολή της Χάλκης και τέλος στις Φιλοσοφικές Σχολές της Λειψίας και της Βόννης. Το 1882 χειροτονήθηκε διάκονος και το 1896 χωροεπίσκοπος του Πέραν της Κων/πολης. Παράλληλα, είχε διοριστεί καθηγητής στην Χάλκη και συνέταξε την Πατριαρχική Εγκύκλιο του Πατριάρχη Άνθιμου Ζ’ ως απάντηση σε αυτή του Πάπα Λέοντος ΙΓ’. Το 1900 διορίστηκε Μητροπολίτης Καστοριάς, αποτελώντας τον ακρογωνιαίο λίθο της ελληνικής αντίστασης απέναντι στη βουλγάρικη προπαγάνδα. Οργάνωσε τα πρώτα σώματα γηγενών οπλαρχηγών και έκανε συνεχείς εκκλήσεις για βοήθεια από την Ελλάδα. Περιόδευε συχνά στα χωριά της Καστοριάς, επαναφέροντας πολλά από αυτά στο Πατριαρχείο. Όταν τελικά εμφανίστηκαν στην Καστοριά οι αντάρτικες ομάδες, συνέχισε να συντονίζει τον αγώνα τους μέχρι το 1907, οπότε απομακρύνθηκε από τον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ’, μετά από έντονες πιέσεις του Βεζύρη Φερήτ Πασά. Έπειτα, διετέλεσε μητροπολίτης στην Αμάσεια του Πόντου και φυλακίστηκε το 1917 από τους Οθωμανούς για την αντίστασή του κατά τη γενεοκτονία των Ποντίων και των Αρμενίων. Για ένα χρόνο διορίστηκε Μητροπολίτης Ιωαννίνων και το 1924 τοποθετήθηκε Έξαρχος Κεντρικής Ευρώπης στη Βιέννη, όπου και πέθανε το 1935. Το 1959 έγινε η μεταφορά των οστών του στην Καστοριά και εκδόθηκαν τα απομνημονεύματά του. 
[31] ο.π, σ. 28, 29
[32] ο.π, σ. 30-34
[33] Κ. Αινείαν – Μαζαράκης, Ο Μακεδονικός Αγών : Αναμνήσεις, ΙΜΧΑ, Θεσ/νίκη, 1963, σ. 12
[34] Ο Κωνσταντίνος Χρήστου (καπετάν Κώττας) (1863-1905) κατάγονταν από τον οικισμό των Κορεστείων Κώττας (Ρούλια), που πήρε την δεκαετία του ’20 το όνομά του. Τα πρώτα χρόνια έκανε πολλές εργασίες στο χωριό του, μεταξύ των οποίων γεωργός, κηροποιός, μπακάλης, τσαγκάρης και πανδοχέας. Το 1896 ήταν πρόεδρος του χωριού του και είχε αναλάβει την λειτουργία του πανδοχείου της κοινότητας. Τότε ήρθε σε ρήξη με τον καταδυναστευτικό τουρκαλβανό Κασίμ Μπέη, που λυμαινόταν την περιοχή. Ο Κώττας διατηρούσε εκ φύσεως αισθήματα μίσους για τους Τούρκους, έχοντας ως πρότυπα τους παλαιότερους έλληνες ληστές όπως ο Μπρούφας, ο Καραναούμης, ο Ζούρκας και ο Καταρραχιάς. Το 1907 δημιούργησε μαζί με τον Πάυλο Κύρου την αντάρτικη ομάδα του και το 1898 δολοφόνησε τον Κασίμ Μπέη. Ακολούθησαν οι μπέηδες της περιοχής Αμπεντίν, Νουρεντίν, Τζεμάλ, Ταΐρ και άλλοι. Παράλληλα, προέβαινε σε αρκετές ληστείες τούρκων διαβατών και χρηματαποστολών, με αποτέλεσμα να φυλακιστεί για κάποιο διάστημα το 1899. Η εντυπωσιακή δράση του ενάντια στους Τούρκους κίνησε το ενδιαφέρον της νεοσύστατης ΕΜΕΟ στην περιοχή, που εκμεταλλεύτηκε τη σλαβόφωνη ομιλία του. Μέχρι το 1901 συνεργάστηκε με διάφορους κομιτατζήδες και ιδίως με τον Μήτρο Βλάχο στην δολοφονία αρκετών μπέηδων, διατηρώντας παράλληλα μια αυτόνομη στάση που τους ενόχλησε. Επίσης, η αντίδρασή του στις δολοφονίες των πατριαρχικών χωρικών ανάγκασε την ΕΜΕΟ να διατάξει την εξόντωσή του. Τρεις φορές επιχειρήθηκε ανεπιτυχώς η δολοφονία του με ενέδρα. Το 1901 προσεγγίζεται από τον Γερμανό Καραβαγγέλη και δρα πλέον με το ελληνικό μέρος. Τα παιδιά του στάλθηκαν για προστασία στην Αθήνα και του παραχωρήθηκε ποσό για να σταματήσει τις ληστείες. Έδρασε κυρίως στα Κορέστεια και δυτερευόντως στις Πρέσπες, προσφέροντας πολύ σημαντικές υπηρεσίες στους ελληνικούς πληθυσμούς. Το 1902 συνεργάστηκε για λίγο με τον βερχοβιστή συνταγματάρχη Γιαγκώφ ενάντια στους Τούρκους. Κατά την εξέγερση του Ίλιντεν ο Κώττας, προσπαθώντας να εκμεταλλευτεί την αναστάτωση, πυρπόλησε μουσουλμανικά χωριά των Πρεσπών, ενώ κατά πάσα πιθανότητα είναι αυτός που αιχμαλώτισε τον Λ. Ποπτράϊκωφ, αρχηγό της ΕΜΕΟ στην Καστοριά. Μετέβη στην Αθήνα και αργότερα υποδέχθηκε την αποστολή του Παύλου Μελά στα Κορέστεια. Συλλήφθηκε από τις οθωμανικές αρχές μετά από προδοσία και απαγχονίστηκε στο Μοναστήρι το 1905. 
[35] Ο Βαγγέλης (Γκέλεφ) Ταρσιγιάνσκι ( -1903) γεννήθηκε στο Τρίβουνο (Τύρσια) Φλωρίνης και ήταν βουλγαροδιδάσκαλος στο χωριό του. Εντάχθηκε στην ΕΜΕΟ το 1902, αλλά προσωπικές έριδες με τον Τσακαλάρωφ και διαφωνίες με διάφορες πρακτικές της απέναντι σε ελληνικούς πληθυσμούς, τον οδήγησαν να μεταπηδήσει στην ελληνική πλευρά. Σκοτώθηκε από την πολυάριθμη τσέτα του Μ. Σαράφωφ το 1903, πριν το Ίλιντεν.
[36] ο.π, σ. 36-38
[37] Ο Βαγγέλης Γεωργίου (Νάτσης ή Στρεμπενιώτης) (1876-1904) γεννήθηκε στα Ασπρόγεια (Στρέμπενο) Φλωρίνης και είχε ηπειρώτικη καταγωγή, αλλά μιλούσε στο σλαβόφωνο ιδίωμα. Αρχικά, είχε μεταβεί ως κτίστης στην Πόλη αλλά εξορίστηκε πίσω στο χωριό του. Έπειτα, είχε επιστρατευτεί με τη βία από τους κομιτατζήδες αλλά μετά τη δολοφονία του θείου του και πατριαρχικού ιερέα παπα-Δημήτρη κατέφυγε στον Καραβαγγέλη μαζί με την οικογένειά του. Το 1901 ίδρυσε το δικό του σώμα και έδρασε στην περιοχή του ανατολικού Βιτσίου. Τον Ιούνιο του 1903 υποδέχτηκε και συμπτύχθηκε με το πρώτο σώμα που κατέφθασε από τη νότια Ελλάδα. Κατά το Ίλιντεν προσπάθησε να προστατεύσει την Κλεισούρα από τα στίφη των επαναστατημένων Βουλγάρων. Σκοτώθηκε σε βουλγάρικη ενέδρα το 1904 στο χωριό Αετός.
[38] Ο Παύλος Κύρου ( -1906) γεννήθηκε στο Ανταρτικό (Ζέλοβο) των Κορεστείων και ήταν εγγονός του παλιού κλέφτη Ναούμ Κύρου. Μιλούσε στο σλαβόφωνο ιδίωμα αλλά διατηρούσε μια ξεκάθαρη ελληνική συνείδηση. Πήρε μέρος από πολύ νωρίς σε επιχειρήσεις εναντίον των Τούρκων και μετέβη στην Αθήνα για κάποια χρόνια. Αναδείχθηκε σε πρωτοπαλλίκαρο του καπετάν Κώττα και συνεργάστηκε με τον Καραβαγγέλη και τους αξιωματικούς από τη νότια Ελλάδα. Μετά το θάνατο του Κώττα συγκρότησε τη δική του ομάδα που έδρασε στα Κορέστεια και τις Πρέσπες. Σκοτώθηκε το 1906 στον οικισμό Τρίγωνο.
[39] Ο Δημήτριος Νταλίπης ( -1906) κατάγονταν από τον Γάβρο (Γκαμπρέσι) των Κορεστείων και ήταν σλαβόφωνος κτηνοτρόφος. Το πραγματικό του όνομα ήταν Κεχαγιάς ή Κωνσταντινίδης και το όνομα Νταλίπης το επομίστηκε χάριν ανάμνησης του παλιού κλέφτη Νταλίπη από την Σφήκα των Πρεσπών. Συμμετείχε στο σώμα του Κώττα και αργότερα συνεργάστηκε με πολλούς αξιωματικούς σε αρκετές μάχες εναντίον των Βουλγάρων. Σκοτώθηκε στο Ανταρτικό το 1906.
[40] Ο Νικόλαος (Λάκης) Νταϊλάκης (1880-1941) γεννήθηκε στο Βερνίκι που βρίσκεται σήμερα σε αλβανικό έδαφος πολύ κοντά στα σύνορα, ενώ μέχρι το 1924 ανήκε στην Επαρχία Καστοριάς. Γόνος σημαντικής πατριαρχικής οικογένειας στράφηκε αρχικά ενάντια στους τουρκαλβανούς μπέηδες, σκοτώνοντας μάλιστα τον Ντεμήρ Αγά. Φυλακίστηκε για κάποια χρόνια και αργότερα εντάχθηκε στην ομάδα του Κώττα και συγκρότησε το δικό του σώμα. Συμμετείχε σε πολλές μάχες με τους βουλγάρους κομιτατζήδες ή τους τουρκαλβανούς κλέφτες, δρώντας κυρίως σε περιοχές της Κορυτσάς, του Γράμμου, του Τρικλάριου και των Πρεσπών. Συνήθως, υπαρχηγός του ήταν ο αδερφός του Γιάννης Νταϊλάκης. Συνεργάστηκε ως το τέλος του αγώνα με πολλούς Έλληνες οπλαρχηγούς και συνέχισε να δρά μέχρι την απελευθέρωση του ‘12. Μετά το 1924 εγκαταστάθηκε στην Κορομηλιά και ήταν από τους μοναδικούς Έλληνες μακεδονομάχους που ατύχησαν να ξαναέρθουν αντιμέτωποι με τα σώματα κομιτατζήδων στην Κατοχή. Δολοφονήθηκε το 1941 στην Κορομηλιά από τον Λάζαρο Τερπόφσκι, κομιτατζή και μέλος του ΕΑΜ. Ο αδερφός του Γιάννης είχε την ίδια τύχη δύο χρόνια αργότερα. Η τοπική κοινωνία θέλοντας να τον τιμήσει έδωσε το όνομά του σε μια από τις συνοικίες της Καστοριάς. Επίσης, σώζονται τα λεπτομερή απομνημονεύματά του. 
[41] Ο Ναούμ Σπανός (καπετάν Απίκραντος) ( -1955) γεννήθηκε στο Άργος Ορεστικό (Χρούπιστα) και ήταν βλάχικης καταγωγής. Συμμετείχε στον πόλεμο του 1897 και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα μέχρι το 1901, ερχόμενος σε επαφή με μακεδονικούς συνδέσμους. Έπειτα, επανήλθε στην Καστοριά, όπου συνεργάστηκε με τον Γερμανό Καραβαγγέλη και τον Βαγγέλη Στρεμπενιώτη. Αργότερα, συγκρότησε το δικό του μικρό σώμα που έδρασε στην περιοχή των Καστανοχωρίων μέχρι το 1904 λόγω διαγωνίας με τον Βάρδα. Έπειτα, έζησε στον Πειραιά και τη Νέα Σμύρνη ως τον θάνατό του το 1955. Συνέγραψε τα απομνημονεύματά του, τα οποία σώζονται.
[42] Ο Αλέξανδρος Καραλίβανος καταγόταν από την Κοζάνη και ήταν παλιός κλεφτης της Δυτικής Μακεδονίας. Του είχε δωθεί αμνηστεία και είχε διοριστεί από τις τουρκικές αρχές ως αρματολός για την καταπολέμηση του λαθρεμπορίου όπλων της ΕΜΕΟ. Συνεργάστηκε με τον Καραβαγγέλη από το 1901 και προστάτευσε πολλά πατριαρχικά χωριά του Βιτσίου κατά την εξέγερση του Ίλιντεν. Επίσης, μαζί με τον οπλαρχηγό Σωτήριο Βισβίκη από το Βογατσικό βοήθησε με το σώμα του τον Παύλο Μελά και τον Γεώργιο Τσόντο. Το 1905 φυλακίστηκε στο Μοναστήρι.
[43] Ο Μακεδονικός Αγών και τα εις Θράκην γεγονότα, ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αθήναι, 1979, σ. 128
[44] Απομνημονεύματα Γερμανού Καραβαγγέλη. Ο Μακεδονικός Αγών, Μπαρμπουνάκης, Θεσ/νίκη, 1993, σ. 45-50
[45] Ο Ευθύμιος Καούδης (1866-1956) γεννήθηκε στον Καλλικράτη των Σφακιών και είχε εγκατασταθεί από το 1900 στην Αθήνα. Το 1903 εμφανίστηκε στην περιοχή της Καστοριάς μαζί με άλλους 9 απεσταλμένους κρητικούς πολεμιστές. Παρέμενε μεγάλα χρονικά διαστήματα στην περιοχή και πήγαινε τον χειμώνα στην Αθήνα για να ανασυγκροτήσει την ομάδα του και να ξεκουραστεί. Συνεργάστηκε με πολλούς γηγενείς οπλαρχηγούς και αξιωματικούς, δρώντας κυρίως στα Κορέστεια. Το 1906 αποσύρθηκε για θεραπεία στην Αθήνα και συνέχισε τη δράση του στη Σάμο και τη Μακεδονία κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Στον Μεσοπόλεμο προάχθηκε σε λοχαγό και συμμετείχε ενεργά σε μακεδονικά θέματα. Έζησε στην Κρήτη και την Θεσ/νίκη, όπου πέθανε το 1956. Έχουν εκδοθεί τα λεπτομερή απομνημονεύματά του.
[46] D. Dakin, The Greek Struggle in Macedonia 1897-1913, Berkley University, 1966, California, σ. 85-90
[47] ο.π, σ. 98, 99
[48] L. Miletich, Osvoboditelnata borba v Kostursko (Memoirs of Pando Klyashev) (βουλγ), Materiali za istoriyata na Makedonskoto osvoboditelno dvizhenie, vol. IΙ, Makedonski Nauchen Institut, Sofia, 1925, σ.
[49] Σ. Πελαγίδης, Λίγο μετά το Ίλιντεν (20 Ιουλίου 1903) στις περιοχές Καστοριάς και Φλώρινας, Συμπόσιο Μακεδονικού Αγώνα (1984), ΙΜΧΑ, Θεσ/νίκη, 1987, σ. 350, 351 (βάσει βρετανικών αναφορών που δημοσιεύθηκαν στην Κυανή Βίβλο του 1903, εγγράφων από το αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών για τον Μακεδονικό Αγώνα και του αρχείου του Αργύρη Ζάχου)
[50] Γ. Μόδης, Ο Μακεδονικός Αγώνας και η νεότερη μακεδονικά ιστορία, Θεσ/νίκη, ΕΜΣ, 1967, σ. 190, 191
[51] Απομνημονεύματα Γερμανού Καραβαγγέλη. Ο Μακεδονικός Αγών, Μπαρμπουνάκης, Θεσ/νίκη, 1993, σ. 49, 50
[52] Ο Γερμανός Καραβαγγέλης αναφέρει 10 με 15 χιλιάδες, την ώρα που οι Βούλγαροι επαναστάτες στην περιοχή ήταν περίπου 670
[53] Σ. Πελαγίδης, Λίγο μετά το Ίλιντεν (20 Ιουλίου 1903) στις περιοχές Καστοριάς και Φλώρινας, Συμπόσιο Μακεδονικού Αγώνα (1984), ΙΜΧΑ, Θεσ/νίκη, 1987, σ. 355, 358
[54] Απομνημονεύματα Γερμανού Καραβαγγέλη. Ο Μακεδονικός Αγών, Μπαρμπουνάκης, Θεσ/νίκη, 1993, σ. 49, 50
[55] Α. Μαζαράκης, Αι ιστορικαί περιπέτειαι της Μακεδονίας, Αθήναι, 1912, σ. 86, 87
[56] Ν. Βλάχος, Το Μακεδονικόν ως φάσις του Ανατολικού Ζητήματος 1878-1908, Αθήναι, 1935, σ. 295

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η κόσμια κριτική και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των σχολιαστών είναι σεβαστή. Σχόλια τα οποία υπεισέρχονται σε προσωπικά δεδομένα ή με υβριστικό περιεχόμενο να μην γίνονται. Τα σχόλια αποτελούν καθαρά προσωπικές απόψεις των συντακτών τους. Οι διαχειριστές δεν ευθύνονται σε καμία περίπτωση για τυχόν δημοσίευση υβριστικού ή παράνομου περιεχομένου στα σχόλια των αναρτήσεων.Τα σχόλια αυτά θα διαγράφονται με την πρώτη ευκαιρία.