Τετάρτη 18 Μαΐου 2011

Η άλλη Ξένη


Ξένη Ματούση, 1943 
Η ζωή μιας λαρισαίας ζωγράφου, που υπήρξε μαθήτρια του Πωλ Ντελβώ, δίνει το υλικό στη συγγραφέα Βασιλική Παπαγιάννη για μια ιστορία γυναικείας συνθήκης.
Μυθιστορηματικοί ήρωες που πλάθονται κατ' εικόνα και ομοίωσιν ιστορικών προσώπων, κάποτε γλιστρούν έξω από τα βιβλία που ενέπνευσαν και μας φαίνεται ότι συνομιλούν αναμεταξύ τους. Στη Σχολή Καλών Τεχνών της Ρώμης φοίτησαν και η Ελένη Αλταμούρα και η Ξένη Ματούση. Ενας αιώνας παρά έξι χρόνια χωρίζει τη Σπετσιώτισσα Αλταμούρα, μία από τις πρώτες ελληνίδες ζωγράφους, από τη Λαρισαία Ματούση. Διαφορετικοί οι βίοι των δύο γυναικών, ωστόσο όμοια κακότυχοι, λειτούργησαν εις βάρος του ζωγραφικού έργου τους. Και οι δύο αρχικά φάνηκαν τολμηρές. Φοιτήτρια, στα μέσα του 19ου αιώνα, η Αλταμούρα ντύθηκε άντρας και παραβίασε το πανεπιστημιακό άντρο. Αρχές της δεκαετίας του '50, φοιτήτρια στην Ιταλία και στο Βέλγιο η Ματούση, έζησε, παρά τους συντηρητικούς καιρούς, με ελευθεριότητα. Επιστρέφοντας όμως στην Ελλάδα, οι δυσοίωνες συνθήκες τελικά τις έκαμψαν.

Στα τέλη του 20ού αιώνα οι δύο ελληνίδες ζωγράφοι έμελλε στα χέρια δύο ελληνίδων συγγραφέων να γίνουν, με έναν χρόνο απόσταση, ηρωίδες μυθιστορημάτων που φέρουν για τίτλο τα μικρά τους ονόματα: «Ελένη, ή ο Κανένας» της Ρέας Γαλανάκη και «Ξένη» της Βασιλικής Παπαγιάννη. Το πρώτο προβάλλει την ταυτότητα της ηρωίδας του, με φωτογραφία της Αλταμούρα στο εξώφυλλο, τριακονταετή στη Φλωρεντία, και ακουαρέλα της στο αφτί του βιβλίου. Αντίθετα, το δεύτερο φαίνεται να τη συγκαλύπτει. Μόνο στο οπισθόφυλλο υπάρχει φωτογραφία της Ματούση με τον βέλγο δάσκαλό της Πωλ Ντελβώ, ενώ για το εξώφυλλο προτιμήθηκε δικό του «γυμνό» αντί δικού της ζωγραφικού έργου.

Δύο μυθιστορήματα ολωσδιόλου διαφορετικά, όσο διιστάμενες και οι τεχνοτροπίες των δύο ζωγράφων. Μάλιστα θα περίμενε κανείς να είχαν ταιριάξει αντίστροφα. Η Αλταμούρα, έναν αιώνα μετά τον θάνατό της, κυριαρχεί ως η μοναδική ηρωίδα στο μυθιστόρημα της Γαλανάκη, ενώ η Ματούση μοιράζεται τη δράση στο βιβλίο της Β. Παπαγιάννη με τον πατέρα της. Αν η Αλταμούρα είχε κάθε λόγο να είναι υπερήφανη για τον κύρη της, τον τολμηρό σπετσιώτη καπετάνιο Γιάννη Μπούκουρα, που, με το τέλος της Επανάστασης, πούλησε το καράβι του και έγινε ιδιοκτήτης του πρώτου λιθόκτιστου θεάτρου των Αθηνών, το οποίο και έμεινε στην ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου με το όνομά του, η Ματούση, αντίθετα, υπέφερε από τον ταραχώδη και επαίσχυντο βίο του δικού της. Και ας πρόβαλλε ο Νίκος Ματούσης ως ένας ξεχωριστός άνθρωπος στα παιδικά και εφηβικά χρόνια της. Υποθέτουμε ότι, ακριβώς χάρη στον Ματούση, η συγγραφέας αποκρύπτει την ιστορία της πίσω από ελαφρώς παραποιημένα ονόματα.

Μυθιστορήματα σαν βιογραφίες, κατά κανόνα εμπνέονται από ηρωικά πρόσωπα που σε ταραγμένα χρόνια διαδραμάτισαν ευεργετικό ρόλο για το κοινωνικό σύνολο. Υπάρχουν όμως και οι εξαιρέσεις, όταν η λογοτεχνία προσελκύεται από το κακό. Πρόσφατο παράδειγμα, το μυθιστόρημα του Βασίλη Μπούτου «Η συκοφαντία του αίματος», που επικεντρώνεται στον κατοχικό δήμαρχο της Κέρκυρας, κατά την εκδοχή του βιβλίου, συνεργάτη των Γερμανών, με ανάμειξη στον διωγμό της εβραϊκής κοινότητας του νησιού. Αντίστοιχα, η Β. Παπαγιάννη, Λαρισαία, αποφασίζει να προσεγγίσει ένα θέμα, ακόμη σήμερα, δυσάρεστο, πιθανώς και ταμπού, για την τοπική κοινωνία. Μας αφηγείται τα έργα και τις ημέρες της οικογένειας του Νίκου Ματούση, συνεργάτη των Ιταλών και των Γερμανών, ξεκινώντας από το αρχοντικό τους, σε στυλ Μπαουχάους, με τη μεγάλη σκάλα από πεντελικό μάρμαρο, το οποίο διασώζεται ανακαινισμένο, αν και κατοικία άλλων, αμέριμνων, που, το πιθανότερο, αγνοούν τον βίο και την πολιτεία του πρώτου ιδιοκτήτη, αυτού που σχεδίασε το σπίτι και ως επιστέγασμα της κοινωνικής επιτυχίας του.

Στο «Χρονικό της μεγάλης νύχτας» ο Μιχ. Παπακωνσταντίνου αναφέρεται και στο «πριγκιπάτο της Πίνδου», που μια μερίδα Βλάχων της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, με την επικουρία των Ιταλών, επιχείρησαν να συστήσουν πριν από 50 τόσα χρόνια. Μεσούσης της Κατοχής, όταν οι Λαρισαίοι σκιάζονταν από τις εκτελέσεις και την πείνα, η Β. Παπαγιάννη ανιστορεί ένα λουκούλλειο γεύμα που παραθέτει ο δικηγόρος και πολιτευτής Νίκος Ματούσης, Βλάχος από τη Σαμαρίνα, στον ομόφυλό του Βασίλη Ραποτίκα. Και οι δύο πρωτοστάτες στο «κίνημα των Λεγεωνάριων», μαζί με τον Αλκιβιάδη Διαμάντη. Προτρέχοντας της Ιστορίας, έχουν ήδη χριστεί πρωθυπουργός και στρατάρχης του αυτόνομου κράτους που ονειρεύονται. Φιλόδοξα οράματα που ο Ματούσης θα πληρώσει με εικοσαετή κάθειρξη στις φυλακές του Τσαουσέσκου. Παρατηρούμε πως οι μυθιστορηματικοί ήρωες μένουν πιστοί στα ιστορικά πρόσωπα, όπως, λ.χ., τα περιγράφει ο δημοσιογράφος Λάζαρος Αρσενίου στο βιβλίο του Η Θεσσαλία στην Αντίσταση (τρίτη έκδοση, εμπλουτισμένη, 1999, περιφερειακές εκδόσεις «έλλα»).

Ιδίως ο ακαταμάχητος γόης Ματούσης, όπως σκιαγραφείται στο μυθιστόρημα, με την «ηλεκτρισμένη ομορφιά», το «ηδονικό χαμόγελο» και το μουστακάκι, σαν να βγήκε από εκείνη τη φωτογραφία του 1931 που παραθέτει η Μ. Κλιάφα στο βιβλίο της για την πόλη των Τρικάλων. Φωτογραφικό στιγμιότυπο από συνεστίαση στη Λάρισα του Αγροτικού Κόμματος και ο Ματούσης σε πρώτο πλάνο, με τον αέρα του κατακτητή. Πράγματι πολυτάραχος ο βίος του. Το 1925, όταν ξεκινά το μυθιστόρημα, είναι 27 χρόνων, εγκατεστημένος στα Τρίκαλα. Από το 1923, γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Ομίλου της πόλης, που τον κατεβάζει για βουλευτή και, δύο χρόνια αργότερα, για δήμαρχο. Δεινός ρήτορας, βρίσκεται επικεφαλής στα συλλαλητήρια εργατών και κολίγων. Ωστόσο το 1926 θα διαγραφεί από το Κόμμα. Ευέλικτος θα μετοικήσει στη Λάρισα, όπου και θα αποδειχθεί όμοια δραστήριος στους κόλπους του Αγροτικού Κόμματος του Γιάννη Σοφιανόπουλου.

Ωστόσο το μυθιστόρημα της Β. Παπαγιάννη, όπως και το παλαιότερο αφήγημά της «Κυράνω», είναι γραμμένο από τη μεριά των γυναικών, της συζύγου και της κόρης του Ματούση, που υφίστανται την αντρική αδιαφορία και καταπίεση. Σε αυτές προστίθεται η αλληλλέγγυα οπτική της ίδιας της συγγραφέως που γνώρισε τα πρόσωπα του βιβλίου της. Σε τόνους του άσπρου και του μαύρου αποδίδονται οι ήρωες. Χωρίς μπέσα, ο Ματούσης. Οταν, μετά την Απελευθέρωση, θα καταφύγει μαζί με άλλους Βλάχους στη Ρουμανία, οι δύο γυναίκες, σύζυγος και κόρη, θα μείνουν μόνες στην Αθήνα. Η συγγραφέας σκιαγραφεί ζοφερές τις συνθήκες διαβίωσής τους.

Πάντως η Ξένη θα φύγει στην Ιταλία για να σπουδάσει ζωγραφική, ακόμη και ζητιανεύοντας. Η Β. Παπαγιάννη ποικίλλει τον βίο της με κάποιους ξένους εραστές, ακόμη και τον πλατωνικό έρωτα ενός Εβραίου. Τέλη της δεκαετίας του '60, με ενέργειες της κόρης του, ο Ματούσης θα επιστρέψει από τη Ρουμανία και η οικογένεια θα εγκατασταθεί και πάλι στη Λάρισα. Το μεγαλύτερο μέρος του μυθιστορήματος αφηγείται τον αποκλεισμό τους από την κοινωνία της πόλης, που θα φέρει την ψυχική εξόντωση της Ξένης. Η ζωγράφος θα πεθάνει το 1986, σε ηλικία 59 ετών.

Η Β. Παπαγιάννη συμπληρώνει κοντά μισό αιώνα από την πρώτη της εμφάνιση. Το έργο της, κυρίως διηγήματα και νουβέλες, αναφέρεται στη ζωή της θεσσαλικής επαρχίας, τις τελευταίες δεκαετίες, με αναδρομές στο παρελθόν. Εναν σημερινό αναγνώστη ίσως να ξενίζει κάπως η «καλλιέπεια» της γραφής της, όπου διακρίνονται απόηχοι δημοτικών ασμάτων. Την εντύπωση καλλιεργούν περαιτέρω η ιδιόμορφη διάταξη λέξεων και φράσεων, η χρήση των σημείων στίξεως, ιδίως η εκμετάλλευση της άνω τελείας. Ακόμη, η εμφατική μετάθεση των επιθετικών προσδιορισμών. Τέλος, ένα πρόσθετο στοιχείο που καθιστά ελκυστική την αφήγηση είναι η γλώσσα· μία περίτεχνη δημοτική, πλούσια σε λαϊκότροπες ιδιωματικές λέξεις.

Το ερώτημα πάντως παραμένει: Ποιος βαθμός ποιητικής γραφής ευδοκιμεί εντός του μυθιστορηματικού πλαισίου;
Πηγή: Το Βήμα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η κόσμια κριτική και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των σχολιαστών είναι σεβαστή. Σχόλια τα οποία υπεισέρχονται σε προσωπικά δεδομένα ή με υβριστικό περιεχόμενο να μην γίνονται. Τα σχόλια αποτελούν καθαρά προσωπικές απόψεις των συντακτών τους. Οι διαχειριστές δεν ευθύνονται σε καμία περίπτωση για τυχόν δημοσίευση υβριστικού ή παράνομου περιεχομένου στα σχόλια των αναρτήσεων.Τα σχόλια αυτά θα διαγράφονται με την πρώτη ευκαιρία.